Οι πρόσφατες εκλογές στη Γερμανία σηματοδότησαν σημαντικές πολιτικές αλλαγές, με την κλιματική και ενεργειακή πολιτική να βρίσκονται στο επίκεντρο. Η αποτυχία των τριών κομμάτων της απερχόμενης κυβέρνησης να καταλήξουν σε κοινό πλάνο που να ισορροπεί τις επενδύσεις με το αυστηρό δημοσιονομικό πλαίσιο της χώρας οδήγησε σε στασιμότητα σε καίριες αποφάσεις. Η νέα κυβέρνηση θα βρεθεί αντιμέτωπη με την πρόκληση να προωθήσει τους στόχους της Γερμανίας για τη μείωση των εκπομπών άνθρακα, με ορίζοντα το 2030 και το 2050.
Παρότι η κλιματική κρίση είχε αναδειχθεί ως κορυφαίο ζήτημα στις προηγούμενες εκλογές, αυτή τη φορά οι ψηφοφόροι έδειξαν μειωμένο ενδιαφέρον. Σύμφωνα με έρευνα του ARD, τα κυριότερα ζητήματα που επηρέασαν την ψήφο ήταν η κοινωνική και εσωτερική ασφάλεια (18%), η μετανάστευση (15%) και η οικονομική ανάπτυξη (15%). Τα περιβαλλοντικά θέματα βρέθηκαν στην πέμπτη θέση με 13%, καταγράφοντας πτώση σε σχέση με το 22% του 2021.
Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) του καγκελαρίου Όλαφ Σολτς υπέστη βαριά ήττα, συγκεντρώνοντας μόλις 16,4%, το χαμηλότερο ποσοστό του μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι Πράσινοι, παρά τον σημαντικό τους ρόλο στην απερχόμενη κυβέρνηση, έφτασαν μόλις στο 12%, ενώ το Ελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα (FDP), το οποίο συχνά εμπόδιζε περιβαλλοντικές πρωτοβουλίες, έμεινε εκτός Βουλής με 4,6%.
Αντίθετα, η ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) κατέγραψε ιστορικό ποσοστό 20,5%, αξιοποιώντας το κλίμα δυσαρέσκειας και αμφισβητώντας τις κλιματικές πολιτικές. Παρά την άνοδό της, τα υπόλοιπα κόμματα έχουν αποκλείσει κάθε ενδεχόμενο συνεργασίας μαζί της, περιορίζοντας τις πιθανότητές της για κυβερνητική συμμετοχή.
Η Αριστερά σημείωσε άνοδο στο 8,6%, ενώ η νέα Συμμαχία Sahra Wagenknecht (BSW) συγκέντρωσε 4,9%, οριακά κάτω από το εκλογικό όριο εισόδου στο κοινοβούλιο.
Η επόμενη κυβέρνηση θα πρέπει να προωθήσει την ενεργειακή μετάβαση μέσω της ανάπτυξης των ανανεώσιμων πηγών, της αναδιάρθρωσης της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και της ενίσχυσης των επενδύσεων για την επίτευξη των στόχων του 2030. Ωστόσο, η πολιτική αστάθεια και η άνοδος κομμάτων που αντιτίθενται στην πράσινη ατζέντα ενδέχεται να περιπλέξουν τη διαδικασία λήψης αποφάσεων.
Οι ενεργοβόρες βιομηχανίες της Γερμανίας συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν τις υψηλές τιμές του φυσικού αερίου, μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Τα τρία μεγαλύτερα κόμματα δεσμεύονται να μειώσουν το ενεργειακό κόστος μέσω φορολογικών ελαφρύνσεων, επιδοτήσεων και αύξησης της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.
Το CDU/CSU, το SPD και οι Πράσινοι θεωρούν ότι η ενίσχυση των ανανεώσιμων πηγών είναι η πιο αποτελεσματική στρατηγική για τη μείωση των τιμών. Παράλληλα, υποστηρίζουν τη σταδιακή αντικατάσταση του φυσικού αερίου με υδρογόνο, παρά το υψηλό κόστος και τα νομοθετικά εμπόδια. Το CDU/CSU αντιτίθεται στο άμεσο κλείσιμο των ανθρακικών σταθμών, εξετάζει την επανεκκίνηση πυρηνικών εργοστασίων και προτείνει την επιδότηση πιο «καθαρών» συστημάτων θέρμανσης αντί της απαγόρευσης των λεβήτων αερίου. Από την άλλη, το AfD επιδιώκει την ενίσχυση της χρήσης άνθρακα και τον τερματισμό της υποστήριξης στην ηλιακή και αιολική ενέργεια.
Το CDU/CSU επιμένει στην τήρηση της Συμφωνίας του Παρισιού, υπό την προϋπόθεση ότι θα διασφαλιστεί η ανταγωνιστικότητα της γερμανικής οικονομίας. Αντίθετα, το AfD ζητά την κατάργηση της εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών και την απόσυρση από τις κλιματικές δεσμεύσεις της Ε.Ε.
Κανένα από τα μεγάλα κόμματα δεν τάσσεται υπέρ της επανέναρξης των εισαγωγών ρωσικού φυσικού αερίου, σε αντίθεση με το AfD, το οποίο υποστηρίζει την άρση των κυρώσεων και την επαναλειτουργία των αγωγών Nord Stream.
Η πρώτη συνεδρίαση του νέου κοινοβουλίου έχει προγραμματιστεί έως τις 24 Μαρτίου, σηματοδοτώντας την έναρξη των διαπραγματεύσεων για το σχηματισμό κυβέρνησης. Ο ρόλος της Γερμανίας στην ευρωπαϊκή ενεργειακή μετάβαση θα εξαρτηθεί από τις πολιτικές ισορροπίες που θα διαμορφωθούν τους επόμενους μήνες.