Μετά από τρία χρόνια έντονων διαπραγματεύσεων, οι συνομιλίες στον ΟΗΕ για την πρώτη παγκόσμια, νομικά δεσμευτική συνθήκη κατά της ρύπανσης από πλαστικά οδηγήθηκαν σε αδιέξοδο. Παρά τη στήριξη περισσότερων από 100 χωρών που ζητούσαν συγκεκριμένα και υποχρεωτικά μέτρα για τη μείωση της παραγωγής, η αντίσταση των Ηνωμένων Πολιτειών και ορισμένων μεγάλων πετρελαιοπαραγωγών κρατών – που αποτελούν και βασικούς παραγωγούς πλαστικών πρώτων υλών – οδήγησε στην ακύρωση κάθε προσπάθειας συμφωνίας πέρα από εθελοντικές δεσμεύσεις.
Η αποτυχία αυτή θεωρείται σημαντικό πλήγμα για την πολυμερή συνεργασία, καθώς πολλές χώρες, όπως τα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και η Κίνα, είχαν εκφράσει διάθεση για συμβιβασμό. Παρά τις πιέσεις, η ισχυρή βιομηχανία των πετροχημικών και οι πολιτικές συμμαχίες κράτησαν τις διαπραγματεύσεις σε αδιέξοδο. Ένα ακόμη σημείο τριβής αποτέλεσε η χρηματοδότηση των δράσεων καθαρισμού και πρόληψης: οι παραδοσιακοί δωρητές φάνηκαν απρόθυμοι να αυξήσουν τις συνεισφορές τους, ενώ πολλές αναπτυσσόμενες χώρες τόνισαν ότι χωρίς οικονομική υποστήριξη δεν μπορούν να υλοποιήσουν τις απαραίτητες πολιτικές.
Η ανάγκη για μια αποτελεσματική συνθήκη είναι αδιαμφισβήτητη. Κάθε χρόνο παράγονται πάνω από 460 εκατομμύρια τόνοι πλαστικών, με περισσότερους από 20 εκατομμύρια να καταλήγουν απευθείας στο περιβάλλον, μολύνοντας θάλασσες, ποτάμια και εδάφη. Μικροπλαστικά έχουν εντοπιστεί όχι μόνο σε θαλάσσια είδη αλλά και στο ανθρώπινο αίμα, αποδεικνύοντας ότι η ρύπανση αυτή επηρεάζει την υγεία μας. Παράλληλα, η καύση πλαστικών απορριμμάτων συμβάλλει στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, επιδεινώνοντας την κλιματική κρίση.
Η βιώσιμη ανάπτυξη προϋποθέτει νέες προσεγγίσεις που θα μειώνουν την παραγωγή και κατανάλωση πλαστικών στην πηγή, προωθώντας παράλληλα την καινοτομία σε εναλλακτικά υλικά, την κυκλική οικονομία και την υπεύθυνη κατανάλωση. Μια διεθνής συνθήκη με δεσμευτικό χαρακτήρα θα μπορούσε να θέσει ανώτατα όρια στην παραγωγή, να θεσπίσει μηχανισμούς χρηματοδότησης για καθαρές τεχνολογίες και να στηρίξει χώρες που δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους για διαχείριση αποβλήτων.
Η αποτυχία του ΟΗΕ να καταλήξει σε συμφωνία δεν σημαίνει ότι το ζήτημα κλείνει. Πολλές χώρες εξετάζουν ήδη τη δυνατότητα δημιουργίας περιφερειακών συμμαχιών ή πολυμερών συμφωνιών εκτός ΟΗΕ. Ωστόσο, τέτοιες λύσεις είναι περιορισμένης εμβέλειας και δύσκολα θα αντιμετωπίσουν μια κρίση που έχει παγκόσμια διάσταση. Το ζητούμενο παραμένει μια δίκαιη, δεσμευτική και εφαρμόσιμη συνθήκη, ικανή να βάλει φρένο σε μια ρύπανση που απειλεί τα οικοσυστήματα και το μέλλον των κοινωνιών μας.
Η διεθνής κοινότητα καλείται να δείξει μεγαλύτερη πολιτική βούληση. Χωρίς συντονισμένη δράση, η πλαστική κρίση θα συνεχίσει να υπονομεύει την υγεία, την οικονομία και τους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΟΗΕ.