Τις αδικίες που υφίστανται εδώ και οκτώ χρόνια νοσηλευτές, τραυματιοφορείς, βοηθητικό υγειονομικό προσωπικό και διοικητικοί υπάλληλοι, οι οποίοι προσελήφθησαν στα νοσοκομεία μέσω της Δημόσιας Υπηρεσίας Απασχόλησης (ΔΥΠΑ), καταγγέλλουν οι μόνιμοι υπάλληλοι των νοσηλευτικών ιδρυμάτων. Αυτή η κατάσταση αναδεικνύει μια ευρύτερη πρόκληση που σχετίζεται με τη βιώσιμη ανάπτυξη, καθώς η κοινωνική δικαιοσύνη και η αξιοπρεπής εργασία αποτελούν θεμελιώδεις πυλώνες της.
Στη συγκεκριμένη κατηγορία εργαζομένων ήταν αρχικά 4.000 άτομα, πλέον όμως έχουν μείνει 2.050 εργαζόμενοι, σύμφωνα με τα στοιχεία της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργαζομένων Δημόσιων Νοσοκομείων (ΠΟΕΔΗΝ). Παρά το γεγονός ότι οι συμβάσεις τους ανανεώνονται κάθε χρόνο, καθώς αναγνωρίζεται η αξία τους στην κάλυψη πάγιων αναγκών, παραμένουν μισθολογικά «κολλημένοι» χωρίς αυξήσεις και επιδόματα. Αυτή η πραγματικότητα αντιβαίνει στον στόχο της βιώσιμης ανάπτυξης για “Αξιοπρεπή Εργασία και Οικονομική Ανάπτυξη” (Στόχος 8), που προωθεί δίκαιες απολαβές και ισότιμες ευκαιρίες.
«Η πρόσληψη έγινε με κριτήρια και σχετικές εγκρίσεις του ΑΣΕΠ. Έκτοτε εργάζονται για 8 χρόνια με τον εισαγωγικό βασικό μισθό, χωρίς να δικαιούνται καμία αύξηση και κανένα επίδομα. Επίσης, η ΚΥΑ της ανανέωσης των συμβάσεων για ένα ακόμη χρόνο, που εκδόθηκε στις 24.1.2025, είναι στην ίδια ακριβώς κατεύθυνση συνέχισης των μισθολογικών αδικιών», επισημαίνει η ΠΟΕΔΗΝ.
Το Υπουργείο Εργασίας και η Διοίκηση της ΔΥΠΑ τους λογίζουν ως μαθητευόμενους, παρά τα οκτώ χρόνια εργασίας και την εμπειρία που έχουν αποκτήσει, φτάνοντας πλέον στο σημείο να εκπαιδεύουν νεοδιοριζόμενους υπαλλήλους. Εκτελούν υπεύθυνες βάρδιες σε ΤΕΠ, ΜΕΘ, κλινικές και άλλες κρίσιμες δομές, ενώ κατά την περίοδο της πανδημίας αποτέλεσαν αναπόσπαστο μέρος της πρώτης γραμμής, προσφέροντας σημαντικές υπηρεσίες.
Ωστόσο, ο χρόνος που έχουν διανύσει στο εν λόγω πρόγραμμα θεωρείται χρόνος μαθητείας και όχι κανονικής εργασίας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, όταν προσλαμβάνονται ως μόνιμοι, να μην προσμετράται ο χρόνος των 8 ετών ως προϋπηρεσία για μισθολογική και βαθμολογική εξέλιξη. Αυτή η πολιτική έρχεται σε αντίθεση με τις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης, που προωθούν την ισότητα στην εργασία και την αξιοκρατική εξέλιξη.
Η αντιμετώπιση αυτών των αδικιών δεν αποτελεί μόνο ζήτημα κοινωνικής δικαιοσύνης, αλλά και ουσιαστικό βήμα προς μια βιώσιμη και δίκαιη ανάπτυξη, που διασφαλίζει ότι κανείς δεν μένει πίσω.