Περισσότεροι από ένα δισεκατομμύριο άνθρωποι σε όλο τον κόσμο εκτίθενται ετησίως, έστω και για μία ημέρα, σε επιβαρυμένη ατμόσφαιρα εντός των σπιτιών τους, εξαιτίας πυρκαγιών. Το εύρημα αυτό, που προέρχεται από εκτενή έρευνα της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας στο Λος Άντζελες και δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Science Advances, αναδεικνύει μια πτυχή της ρύπανσης που συνήθως μένει στη σκιά: την έκθεση σε επικίνδυνα μικροσωματίδια σε εσωτερικούς χώρους.
Τα αιωρούμενα σωματίδια διαμέτρου μικρότερης των 2.5 μικρομέτρων (PM2.5), τα οποία προκύπτουν από την καύση βιομάζας και άλλων υλικών, είναι ιδιαίτερα επιβλαβή για την υγεία. Διεισδύουν βαθιά στο αναπνευστικό σύστημα και σχετίζονται με χρόνια προβλήματα, όπως καρδιαγγειακά νοσήματα, άσθμα και πρόωρη θνησιμότητα. Αν και η ρύπανση της ατμόσφαιρας έχει μελετηθεί ευρέως σε εξωτερικούς χώρους, η αθόρυβη επιβάρυνση στο εσωτερικό των κατοικιών παραμένει λιγότερο γνωστή, αν και εξίσου κρίσιμη.
Η συγκεκριμένη μελέτη χαρτογράφησε τη συγκέντρωση αυτών των σωματιδίων από το 2003 έως το 2022 σε παγκόσμιο επίπεδο, χρησιμοποιώντας προσομοιώσεις υψηλής χωρικής ανάλυσης. Το συμπέρασμα ήταν σαφές: η έκθεση δεν είναι καθολική, αλλά εξαιρετικά άνιση. Οι υψηλότερες μέσες ετήσιες συγκεντρώσεις εντοπίστηκαν σε περιοχές της Αφρικής, με την Ασία και τη Νότια Αμερική να ακολουθούν.
Παράλληλα, οι ερευνητές ανέλυσαν και το οικονομικό αποτύπωμα των τεχνολογιών που απαιτούνται για την προστασία των εσωτερικών χώρων από τη ρύπανση. Η προσαρμογή σε πιο καθαρές συνθήκες, μέσω καθαριστών αέρα και σχετικών μέτρων, αποτιμάται σε πάνω από τέσσερα τρισεκατομμύρια δολάρια ετησίως σε παγκόσμιο επίπεδο. Το ποσό αυτό περιλαμβάνει τόσο το κόστος αγοράς όσο και τη συντήρηση των συσκευών και την κατανάλωση ενέργειας. Από αυτά, περίπου 69 δισεκατομμύρια δολάρια σχετίζονται ειδικά με την αντιμετώπιση της ρύπανσης που προέρχεται από πυρκαγιές.
Περιοχές όπως η δυτική ακτή της Βόρειας Αμερικής και η βόρεια Ασία φέρουν το υψηλότερο συνολικό κόστος, ενώ όταν εξετάζεται το κατά κεφαλήν κόστος σε σχέση με το εθνικό εισόδημα, η εικόνα αλλάζει. Η δυτική και κεντρική Αφρική, καθώς και η νότια Ασία, αντιμετωπίζουν το μεγαλύτερο οικονομικό βάρος για τη διατήρηση ασφαλών επιπέδων αέρα στους εσωτερικούς χώρους. Οι χώρες χαμηλού εισοδήματος καλούνται να διαθέσουν σχεδόν διπλάσια ποσά ανά πολίτη, σε σύγκριση με τις πιο ευημερούσες οικονομίες.
Τα δεδομένα αυτά θέτουν στο προσκήνιο την ανάγκη για πιο ισόρροπες και ανθεκτικές λύσεις που δεν επιβαρύνουν δυσανάλογα τις πιο ευάλωτες κοινωνίες. Η εξασφάλιση καθαρού αέρα εντός των κατοικιών δεν αποτελεί πολυτέλεια αλλά βασική προϋπόθεση ευημερίας και υγείας – ένα ζήτημα που αφορά όχι μόνο την τεχνολογία, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο οργανώνουμε τις κοινωνίες και προσεγγίζουμε την προστασία του ανθρώπου και του περιβάλλοντος.