Ο χρηματοπιστωτικός τομέας βρίσκεται σε διαδικασία βαθιάς μεταμόρφωσης, καθοδηγούμενος από δύο βασικές δυνάμεις: την ψηφιακή ανθεκτικότητα και τη βιωσιμότητα. Η ευρωπαϊκή οδηγία DORA (Digital Operational Resilience Act 2022/2554), που τέθηκε σε ισχύ τον Ιανουάριο του 2025, αποδεικνύει τη στενή σχέση μεταξύ αυτών των δύο στόχων.
Η DORA επιβάλλει αυστηρά πρότυπα κυβερνοασφάλειας, διαχείρισης κινδύνων και διαφάνειας, ενισχύοντας την ανθεκτικότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα απέναντι σε ψηφιακές απειλές, ενώ παράλληλα προωθεί τη βιωσιμότητα και την εταιρική ευθύνη. Η συμμόρφωση με την οδηγία δεν πρέπει να θεωρείται επιπλέον ρυθμιστικό βάρος, αλλά ευκαιρία για την ενίσχυση της εμπιστοσύνης, της διαχείρισης κινδύνων και της ανταγωνιστικότητας των οργανισμών.
Επιπλέον, η DORA συμβάλλει στην καταπολέμηση του «πράσινου ξεπλύματος» (greenwashing), διασφαλίζοντας μεγαλύτερη διαφάνεια και υπευθυνότητα στις περιβαλλοντικές δεσμεύσεις των χρηματοπιστωτικών οργανισμών. Απαιτεί από τις επιχειρήσεις να γνωστοποιούν κινδύνους, να αναφέρουν περιστατικά και να εφαρμόζουν αυστηρότερα πρότυπα ψηφιακής ανθεκτικότητας, ενισχύοντας έτσι την αξιοπιστία των βιώσιμων επενδύσεων.
Τέλος, η DORA εστιάζει στις βιώσιμες επενδύσεις και τις ηθικές λειτουργίες, διασφαλίζοντας ότι η τεχνολογική υποδομή που στηρίζει τις πράσινες επενδύσεις είναι ανθεκτική. Οι οργανισμοί καλούνται να ενσωματώσουν τις εκτιμήσεις κινδύνου στις εταιρικές τους αποφάσεις και να εφαρμόσουν δομημένες διαδικασίες πληροφορικής που βελτιώνουν την αποδοτικότητα και τη διαφάνεια.
Η DORA, επομένως, αποτελεί καταλύτη για ένα πιο ασφαλές, διαφανές και βιώσιμο χρηματοπιστωτικό σύστημα, καθιστώντας την ψηφιακή ανθεκτικότητα βασική προϋπόθεση για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα και αξιοπιστία του τομέα.