Η απόφαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης να απαγορεύσει από το 2035 την πώληση νέων αυτοκινήτων με κινητήρες που εκπέμπουν CO₂ έχει ανοίξει έναν από τους πιο έντονους διαλόγους για το μέλλον της αυτοκίνησης και της πράσινης μετάβασης. Το μέτρο θεωρείται από πολλούς ως ένα αποφασιστικό βήμα για την επίτευξη των στόχων της Συμφωνίας του Παρισιού και την ενίσχυση της βιώσιμης κινητικότητας. Ωστόσο, η εφαρμογή του συνοδεύεται από αντιδράσεις τόσο από τη βιομηχανία όσο και από πολιτικούς φορείς, που ανησυχούν για τις κοινωνικές και οικονομικές του συνέπειες.
Ο διευθύνων σύμβουλος της Mercedes-Benz, Όλα Καλένιους, εξέφρασε πρόσφατα την ανησυχία ότι μια τόσο αυστηρή απαγόρευση μπορεί να πλήξει σοβαρά την ευρωπαϊκή αγορά αυτοκινήτου, ιδίως σε μια περίοδο όπου η ζήτηση για ηλεκτρικά οχήματα παραμένει χαμηλή και ο ανταγωνισμός από τις κινεζικές εταιρείες αυξάνεται. Ο Καλένιους δεν αμφισβητεί την ανάγκη της πράσινης μετάβασης – άλλωστε η Mercedes έχει επενδύσει δισεκατομμύρια στην ανάπτυξη της σειράς ηλεκτρικών EQ. Παρ’ όλα αυτά, τονίζει ότι η μετάβαση πρέπει να γίνει με «αναθεώρηση της πραγματικότητας» ώστε να μη δημιουργήσει νέα αδιέξοδα.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η λύση βρίσκεται σε μια πιο ευέλικτη στρατηγική. Αυτό σημαίνει τεχνολογική ουδετερότητα, ώστε να δοθεί χώρος και σε εναλλακτικά καύσιμα ή υβριδικές τεχνολογίες, ταυτόχρονα με φορολογικά κίνητρα για τους καταναλωτές και χαμηλότερο κόστος φόρτισης. Με άλλα λόγια, η μετάβαση δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται μόνο ως ζήτημα τεχνολογίας, αλλά και ως θέμα κοινωνικής δικαιοσύνης και οικονομικής ισορροπίας.
Η συζήτηση αυτή αγγίζει την καρδιά της βιώσιμης ανάπτυξης. Από τη μία πλευρά, η μείωση των εκπομπών CO₂ είναι απαραίτητη για την κλιματική σταθερότητα και την προστασία των επόμενων γενεών. Από την άλλη, η πράσινη κινητικότητα οφείλει να λαμβάνει υπόψη την οικονομική βιωσιμότητα, την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας και την εξασφάλιση θέσεων εργασίας. Χωρίς κοινωνική αποδοχή, ακόμη και τα πιο φιλόδοξα περιβαλλοντικά μέτρα κινδυνεύουν να μείνουν γράμμα κενό.
Η μετάβαση, λοιπόν, δεν μπορεί να είναι μόνο τεχνολογικό εγχείρημα. Χρειάζεται ολοκληρωμένος σχεδιασμός που θα συνδυάζει περιβαλλοντικούς στόχους, οικονομική ανάπτυξη και κοινωνική συνοχή. Αυτό περιλαμβάνει επενδύσεις σε υποδομές φόρτισης, στήριξη της καινοτομίας, αλλά και εκπαίδευση του κοινού ώστε να κατανοήσει τα οφέλη της αλλαγής.
Η αναθεώρηση του στόχου της ΕΕ το 2025 θα είναι κρίσιμη για να βρεθεί η ισορροπία ανάμεσα στη φιλοδοξία και την πρακτικότητα. Αν η Ευρώπη καταφέρει να συνδυάσει περιβαλλοντική υπευθυνότητα με οικονομική ανθεκτικότητα, μπορεί να αποτελέσει παγκόσμιο παράδειγμα για το πώς η βιώσιμη ανάπτυξη γίνεται κινητήρια δύναμη αλλαγής και όχι τροχοπέδη στην πρόοδο.