Η ποιότητα του πόσιμου νερού βρίσκεται στο επίκεντρο των επιστημόνων, καθώς η κλιματική αλλαγή προκαλεί πλημμύρες, ξηρασίες και ακραίες μεταβολές θερμοκρασίας, επηρεάζοντας τον υδρολογικό κύκλο και τη διαθεσιμότητα των υδάτινων πόρων.
Τα συμπεράσματα παρουσιάστηκαν σε διεθνές συμπόσιο στη Θεσσαλονίκη, που διοργάνωσε το Κέντρο UNESCO C2C Ολοκληρωμένης και Διεπιστημονικής Διαχείρισης Υδατικών Πόρων του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ).
«Βλέπουμε ήδη τα σημάδια της κλιματικής αλλαγής», τόνισε η καθηγήτρια Χημείας του ΑΠΘ, Δήμητρα Βουτσά, μιλώντας στο ΑΠΕ–ΜΠΕ.
«Η αύξηση της θερμοκρασίας, οι έντονες βροχοπτώσεις και οι περίοδοι ξηρασίας επηρεάζουν τη διαθεσιμότητα και την ποιότητα του νερού. Το ζητούμενο είναι να κατανοήσουμε πώς τα μελλοντικά σενάρια θα επηρεάσουν το πόσιμο νερό και ποιες πρακτικές χρειάζονται για να διασφαλιστεί η καλή του ποιότητα».
Σύμφωνα με την ίδια, τα μελλοντικά κλιματικά μοντέλα για την Ελλάδα δείχνουν μεγαλύτερη αστάθεια στις βροχοπτώσεις — πιο συχνά φαινόμενα πλημμυρών με μεγάλους όγκους νερού σε σύντομο χρόνο και παρατεταμένες περιόδους ξηρασίας.
Κατά τη διάρκεια πλημμυρικών φαινομένων, ρύποι και οργανική ύλη μεταφέρονται από το έδαφος στα υδάτινα αποθέματα, αυξάνοντας το φορτίο ρύπανσης που πρέπει να διαχειριστούν τα διυλιστήρια.
Η καθηγήτρια Βουτσά υπογράμμισε ότι η επεξεργασία του νερού σε τέτοιες συνθήκες απαιτεί άμεση και προσαρμοστική ανταπόκριση.
Η αύξηση της θερμοκρασίας και των θρεπτικών συστατικών στο νερό ευνοεί επίσης την ανάπτυξη μικροοργανισμών, καθιστώντας κρίσιμη την αποτελεσματική απολύμανση.
«Πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί στις συνθήκες υγιεινής του νερού. Οι μέθοδοι απολύμανσης μπορεί να δημιουργούν παραπροϊόντα· επομένως στόχος είναι να εξασφαλίζουμε καθαρό νερό χωρίς επιπλέον κινδύνους», εξήγησε.
Σκοπός του συμποσίου, σύμφωνα με τον καθηγητή Γεωλογίας του ΑΠΘ, Κωνσταντίνο Βουδούρη, ήταν να ενημερώσει και να ευαισθητοποιήσει το κοινό για τη βιωσιμότητα των υδάτινων πόρων.
«Η ζήτηση νερού αυξάνεται ενώ η φυσική προσφορά μειώνεται. Η έλλειψη έργων υποδομής, αποθήκευσης και εξοικονόμησης επιδεινώνει το πρόβλημα. Η ανομβρία είναι μόνο η μία πτυχή – η κακή διαχείριση είναι η άλλη», τόνισε.
Στο πλαίσιο του συμποσίου, υπογράφηκε μνημόνιο συνεργασίας μεταξύ του Κέντρου UNESCO C2C και της CrediaBank, με στόχο την προώθηση εκπαιδευτικών και ερευνητικών δράσεων για τη βιώσιμη διαχείριση των υδάτων.
Η πρόεδρος του Κέντρου, Δρ. Ελπίδα Κολοκυθά, καθηγήτρια στο Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών του ΑΠΘ, ανέφερε:
«Το Κέντρο είναι το μοναδικό στην Ελλάδα και ένα από τα 29 παγκοσμίως. Στόχος μας είναι να ενισχύσουμε το ερευνητικό δίκτυο με νέα όργανα μέτρησης και να συνδεθούμε με το εθνικό δίκτυο παρακολούθησης, συμβάλλοντας στην έγκαιρη αξιολόγηση των κινδύνων».
Η ασφάλεια του πόσιμου νερού αποτελεί πλέον κρίσιμο ζήτημα δημόσιας υγείας και περιβαλλοντικής πολιτικής.
Η επιστημονική έρευνα και η συνεργασία φορέων, όπως το ΑΠΘ και η UNESCO, δείχνουν τον δρόμο για μια ολιστική, βιώσιμη και ανθεκτική διαχείριση των υδάτινων πόρων σε συνθήκες κλιματικής αλλαγής.

