Το 46 π.Χ., ο Ιούλιος Καίσαρ έφυγε από την Αίγυπτο, νίκησε τους οπαδούς του Πομπήιου στη Θάψο (46 π.Χ.) και στη Μούνδα (45 π.Χ.) και μπήκε νικητής στη Ρώμη που του επιφύλαξε θεϊκές τιμές. Ήταν ο μόνος κυρίαρχος του παιχνιδιού. Έγινε ισόβιος δικτάτορας και σύμβουλος για δέκα χρόνια. Η δημοκρατία φαινόταν να υποκλίνεται μπροστά του. Πανίσχυρος ώστε να μπορεί να δημοσιοποιεί τον παράνομο δεσμό του με την Κλεοπάτρα της Αιγύπτου, ανίκητος στρατηγός και λαοφιλής ώστε να αποτελεί κίνδυνο για τη ρωμαϊκή δημοκρατία, ο Ιούλιος Καίσαρ βάδιζε στον δρόμο του πεπρωμένου του. Δημοκράτες, μέλη της συγκλήτου, οργάνωσαν συνωμοσία.
Ήταν οι «ειδοί του Μαρτίου», 15 του μήνα, 44 π.Χ. Ρωμαϊκές γιορτές προς τιμή του Δία. Ο Γάιος Ιούλιος Καίσαρ είχε προειδοποιηθεί από οιωνοσκόπο «να φοβάται τις ειδούς του Μαρτίου». Ο Καίσαρ βγήκε από το σπίτι του στη Ρώμη και κατευθύνθηκε προς το κτίριο της Συγκλήτου. Στον δρόμο, συναντήθηκε με τον οιωνοσκόπο. Γελώντας, του είπε: «Ήλθον αι ειδοί του Μαρτίου»! Εκείνος του απάντησε: «Ήλθον αλλά δεν παρήλθον».
Οι δημοκρατικοί συνωμότες τον περίμεναν αποφασισμένοι. Ανάμεσά τους, ο Κάσιος, ο «τελευταίος των Ρωμαίων» όπως τον αποκαλούσαν εξαιτίας της τιμιότητάς του. Και ο Βρούτος, για πολλούς γιος τού Καίσαρα. Ο Καίσαρ αντιμετώπισε ατάραχος τα υψωμένα ξίφη. Κατέρρευσε, όταν είδε και τον γιο του ανάμεσα στους συνωμότες:
«Και συ, τέκνον Βρούτε;», είπε και σκέπασε το κεφάλι του, σημάδι ότι εγκαταλείπεται στους δολοφόνους του.