Η τελευταία έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τις γεωργικές προοπτικές αποκαλύπτει έναν ανθεκτικό γεωργικό τομέα που προσαρμόζεται στις τριπλές προκλήσεις της κλιματικής αλλαγής, τις ανησυχίες για τη βιωσιμότητα και τη μετατόπιση της καταναλωτικής ζήτησης.
Όμως, ενώ η ΕΕ εξακολουθεί να είναι καθαρός εξαγωγέας γεωργικών αγροδιατροφικών προϊόντων, παραμένοντας αυτάρκης για τα περισσότερα βασικά προϊόντα, οι αξιοσημείωτες τομεακές αλλαγές περιλαμβάνουν μείωση της συνολικής παραγωγής κρέατος, σταθεροποίηση της παραγωγής σιτηρών, παραγωγή γάλακτος που φθάνει στα όριά της και αύξηση της παραγωγής πουλερικών και οσπρίων.
Ενώ εξακολουθούν να υπάρχουν αβεβαιότητες σχετικά με τις μακροοικονομικές, εμπορικές και κλιματικές εξελίξεις, η έκθεση παρουσιάζει επίσης βελτιώσεις για διάφορους περιβαλλοντικούς και κλιματικούς δείκτες, υπογραμμίζοντας τη μετάβαση προς έναν πιο περιβαλλοντικά βιώσιμο γεωργικό τομέα.
Αναλυτικότερα, στις 11 Δεκεμβρίου η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έδωσε στην δημοσιότητα την τελευταία έκθεση για τις γεωργικές προοπτικές της Ε.Ε. οποία παρουσιάζει τις προβλέψεις της αγοράς για τη γεωργία της ΕΕ έως το 2035. Σύμφωνα με την έκθεση, ο γεωργικός τομέας της ΕΕ αναμένεται να συνεχίσει να είναι καθαρός εξαγωγέας γεωργικών προϊόντων διατροφής και να συμβάλει στην παγκόσμια επισιτιστική ασφάλεια, ενώ παράλληλα θα πρέπει να προσαρμόζεται σε προκλήσεις όπως η κλιματική αλλαγή και η μεταβαλλόμενη καταναλωτική ζήτηση.
Το μακροοικονομικό περιβάλλον εκτιμάται ότι θα είναι σταθερό, καθώς ο ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ στην ΕΕ προβλέπεται να σταθεροποιηθεί μεσοπρόθεσμα και ο πληθωρισμός να επανέλθει στο επίπεδο-στόχο του 2 %. Σε αυτή τη βάση, οι προβλέψεις της αγοράς για τη γεωργία της ΕΕ αναπτύσσονται με μεθόδους αγροοικονομικής μοντελοποίησης.
Η έκθεση προβλέπει αλλαγή στα καταναλωτικά πρότυπα της ΕΕ: η κατανάλωση κρέατος αναμένεται να μειωθεί οριακά, κυρίως για το βόειο και το χοίρειο κρέας, ενώ η κατανάλωση φυτικών πρωτεϊνών αναμένεται να αυξηθεί. Η κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων αναμένεται να παραμείνει σταθερή, με τις μεταβαλλόμενες συνήθειες και την επέκταση των νέων χρήσεων.
Οι προβολές για την αγορά βασίζονται στις γεωργικές προοπτικές 2024-33 του ΟΟΣΑ-FAO, οι οποίες προβλέπουν ελαφρά πτώση των πραγματικών τιμών των βασικών γεωργικών προϊόντων και αυξανόμενη ζήτηση από χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος.
Αροτραίες καλλιέργειες
Η χρήση της αρόσιμης γης της ΕΕ αναμένεται να μεταβληθεί εν μέρει προς το 2035. Προβλέπονται μετατοπίσεις της χρήσης γης από τα σιτηρά και την κράμβη στους σπόρους σόγιας, άλλους ελαιούχους σπόρους και όσπρια, λόγω της χαμηλότερης ζήτησης σιτηρών για ζωοτροφές και βιοκαύσιμα. Η έκταση των γεωργικών εκτάσεων με μόνιμες καλλιέργειες αναμένεται να αυξηθεί, ενώ οι μόνιμοι βοσκότοποι και οι εκτάσεις υπό αγρανάπαυση θα μπορούσαν να παραμείνουν σταθερές.
Οι αποδόσεις των σιτηρών και των ελαιούχων σπόρων προβλέπεται να αυξηθούν οριακά έως το 2035, χάρη στις θετικές εξελίξεις στη γεωργία ακριβείας, την ψηφιοποίηση και τη βελτίωση της υγείας του εδάφους, αντισταθμίζοντας την κλιματική αλλαγή, τη μειωμένη διαθεσιμότητα και την οικονομική προσιτότητα των γεωργικών εισροών. Η παραγωγή δημητριακών αναμένεται να καθοδηγηθεί από τον αραβόσιτο και το κριθάρι, ενώ η παραγωγή σίτου αναμένεται να αυξηθεί μετά από μείωση το 2024. Τέλος, η παραγωγή ζάχαρης αναμένεται να μειωθεί αργά έως το 2035, λόγω της μείωσης της απόδοσης ζαχαρότευτλων και της στροφής των καταναλωτών σε δίαιτες με χαμηλότερη πρόσληψη ζάχαρης.
Γάλα και γαλακτοκομικά προϊόντα
Ο γαλακτοκομικός τομέας της ΕΕ θα φτάσει σε σημείο καμπής, όπου η μείωση των αγελάδων γαλακτοπαραγωγής δεν θα αντισταθμίζεται πλέον από την αύξηση των αποδόσεων γάλακτος μεσοπρόθεσμα. Η παραγωγή γάλακτος στην ΕΕ αναμένεται να μειωθεί. Ωστόσο, ο τομέας θα συμβάλει όλο και περισσότερο στην περιβαλλοντική βιωσιμότητα των συστημάτων τροφίμων, δημιουργώντας παράλληλα μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία.
Η παραγωγή τυριών και προϊόντων ορού γάλακτος στην ΕΕ θα συνεχίσει να αυξάνεται, αν και με βραδύτερο ρυθμό από ό,τι στο παρελθόν. Η κατανάλωση γαλακτοκομικών προϊόντων στην ΕΕ αναμένεται να παραμείνει σταθερή, με αλλαγές στη σύνθεσή της. Για παράδειγμα, οι αλλαγές στον τρόπο ζωής και οι αυξανόμενες απαιτήσεις υγείας μπορεί να αυξήσουν τη ζήτηση για εμπλουτισμένα και λειτουργικά γαλακτοκομικά προϊόντα.
Προϊόντα με βάση το κρέας
Η συνολική παραγωγή κρέατος στην ΕΕ αναμένεται να μειωθεί. Η παραγωγή βοείου κρέατος προβλέπεται να μειωθεί λόγω των ανησυχιών για τη βιωσιμότητα, της χαμηλής κερδοφορίας και ενός αυστηρότερου κανονιστικού πλαισίου. Ομοίως, η κατανάλωση βοείου κρέατος αναμένεται να μειωθεί λόγω της περιορισμένης προσφοράς και των υψηλών τιμών.
Η κατανάλωση χοιρινού κρέατος προβλέπεται να μειωθεί λόγω ανησυχιών για τη βιωσιμότητα, ενώ η κατανάλωση πουλερικών αναμένεται να αυξηθεί, λόγω της υγιέστερης εικόνας και της σχετικά φθηνότερης τιμής. Η κατανάλωση αιγοπρόβειου κρέατος αναμένεται να παραμείνει σταθερή, λόγω των καταναλωτικών προτύπων που σχετίζονται με τις πολιτιστικές παραδόσεις.
Εξειδικευμένες καλλιέργειες
Η παραγωγή ελαιολάδου στην ΕΕ αναμένεται να αυξηθεί ελαφρά έως το 2035, λόγω της αύξησης της απόδοσης. Ωστόσο, η πτωτική τάση της κατανάλωσης ελαιολάδου στις κύριες χώρες παραγωγής αναμένεται να συνεχιστεί, ενώ προβλέπεται να αυξηθεί και σε άλλες χώρες της ΕΕ.
Η παραγωγή και οι εξαγωγές οίνου της ΕΕ είναι πιθανό να μειωθούν, λόγω της μειωμένης πρόσληψης οινοπνεύματος από τις νεότερες γενιές και της αλλαγής των συνηθειών σε περιπτώσεις κατανάλωσης αλκοόλ.
Η παραγωγή φρούτων και λαχανικών θα αντιμετωπίσει προκλήσεις που σχετίζονται με τα ακραία καιρικά φαινόμενα, την αύξηση του ενεργειακού κόστους, τους περιορισμούς στη χρήση φυτοφαρμάκων και τις εστίες επιβλαβών οργανισμών. Ωστόσο, η κατανάλωση νωπών προϊόντων στην ΕΕ αναμένεται να επεκταθεί, λόγω της αύξησης της ευαισθητοποίησης των καταναλωτών σχετικά με τα οφέλη της υγιεινής διατροφής. Η παραγωγή μήλων ενδέχεται να παραμείνει σταθερή, ενώ η παραγωγή ροδάκινων και νεκταρινιών αναμένεται να μειωθεί.
Προσομοίωση ακραίων καταστάσεων στην αλυσίδα εφοδιασμού ζωοτροφών
Μια διαδικασία μοντελοποίησης αξιολογεί τον τρόπο με τον οποίο οι βελτιώσεις της απόδοσης των καλλιεργειών και της αποδοτικότητας των ζωοτροφών στην ΕΕ μπορούν να μετριάσουν τις επιπτώσεις ενός κλυδωνισμού της απόδοσης στην παγκόσμια αγορά ζωοτροφών. Μοντελοποιεί τον αντίκτυπο υποθετικών ακραίων καιρικών φαινομένων, που επηρεάζουν τους παγκόσμιους προμηθευτές έως το 2035, στις αλυσίδες εφοδιασμού ζωοτροφών και, κατά συνέπεια, στον τομέα του κρέατος της ΕΕ, καθώς η ΕΕ είναι καθαρός εισαγωγέας πρωτεϊνούχων ζωοτροφών. Η προσομοίωση δείχνει ότι η παραγωγή και η κατανάλωση κρέατος στην ΕΕ θα επηρεαστεί μόνο οριακά, ενώ οι βελτιώσεις στην αποδοτικότητα των ζωοτροφών της ΕΕ και στις πλούσιες σε πρωτεΐνες αποδόσεις των καλλιεργειών θα μπορούν να μετριάσουν τις αρνητικές επιπτώσεις στον τομέα του κρέατος σε περιορισμένο βαθμό.
Περιβαλλοντικές πτυχές
Η παρούσα έκθεση εξετάζει επίσης τις κλιματικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις για τη γεωργία της ΕΕ, οι οποίες προκύπτουν από τις προβλέψεις της αγοράς για το 2035. Τα αποτελέσματα δείχνουν βελτίωση σε όλους τους περιβαλλοντικούς και κλιματικούς δείκτες που περιλαμβάνονται στην ανάλυση, με προβλεπόμενη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, των εκπομπών αμμωνίας και του πλεονάσματος αζώτου.
Ιστορικό
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσιεύει έκθεση προοπτικών στο τέλος κάθε έτους, παρουσιάζοντας μια σειρά προβλέψεων για τους κύριους γεωργικούς τομείς της κατά τις Ημέρες Αγροδιατροφής της ΕΕ. Οι αναλύσεις των γεωργικών αγορών βασίζονται στα διαθέσιμα στοιχεία έως τα μέσα Σεπτεμβρίου 2024 για τη γεωργική παραγωγή και το εμπόριο, με βάση μια σειρά μακροοικονομικών παραδοχών που θεωρούνται οι πλέον εύλογες κατά τον χρόνο της ανάλυσης.
Οι προβολές αντικατοπτρίζουν την τρέχουσα ΚΑΠ, καθώς και τις δράσεις πολιτικής και τις συμφωνίες ελεύθερων συναλλαγών που ισχύουν ή έχουν κυρωθεί έως το τέλος Σεπτεμβρίου 2024.
Η παρούσα έκθεση χρησιμεύει ως βάση για τις μελλοντικές αναλυτικές εργασίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αλλά δεν θα πρέπει να ερμηνεύεται ως πρόβλεψη, λόγω των αναπόφευκτων αβεβαιοτήτων που περιβάλλουν τις μακροοικονομικές εξελίξεις, τις γεωπολιτικές και εμπορικές σχέσεις και τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.
Η παρούσα έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αποτελεί κοινή προσπάθεια μεταξύ της Γενικής Διεύθυνσης Γεωργίας και Αγροτικής Ανάπτυξης (ΓΔ AGRI) και του Κοινού Κέντρου Ερευνών (JRC).
Πηγή: agro24