Σύμφωνα με εκτιμήσεις για το 2030 και μετά, αναμένεται ότι η επιβατική κίνηση στο Μετρό της Αθήνας θα φτάσει περίπου τις 625 χιλιάδες επιβάτες ημερησίως, εφόσον προχωρήσει και ολοκληρωθεί η Γραμμή 4. Στη φάση αυτή, η κίνηση δεν θα περιορίζεται μόνο στο τμήμα Άλσος Βεΐκου – Γουδή (που είναι υπό κατασκευή), αλλά και στις μελλοντικές επεκτάσεις της γραμμής, οι οποίες σύμφωνα με τα αρχικά σχέδια, θα περιλαμβάνουν επεκτάσεις προς Μαρούσι, Λυκόβρυση, Εθνική Οδό και Περισσό, και το τμήμα Ευαγγελισμός – Άνω Ηλιούπολη. Συνολικά, η Γραμμή 4, με όλες τις επεκτάσεις, θα έχει μήκος 31,2 χλμ. και 31 σταθμούς, εξυπηρετώντας πληθυσμό 421.000 ατόμων και 192.000 θέσεις εργασίας.
Στο πρώτο τμήμα της Γραμμής 4, Άλσος Βεΐκου – Γουδή (που έχει μήκος 10,2 χλμ.), εκτιμάται ότι θα εξυπηρετεί πληθυσμό 245.744 ατόμων και 118.166 θέσεις εργασίας, με επιβατική κίνηση που αναμένεται να φτάσει τις 29.178 επιβάτες στις πρωινές ώρες αιχμής. Η συνέχεια της Γραμμής 4 θα περιλαμβάνει τμήματα όπως Γουδή – Μαρούσι, Μαρούσι – Λυκόβρυση, Μαρούσι – Εθνική Οδός, Άλσος Βεΐκου – Πευκάκια, και Άλσος Βεΐκου – Περισσός, τα οποία αναμένονται να εξυπηρετούν περισσότερους από 600.000 επιβάτες ημερησίως.
Η επέκταση της Γραμμής 2 περιλαμβάνει το τμήμα Ανθούπολη – Αγ. Νικόλαος (3,7 χλμ.), το οποίο θα εξυπηρετεί 61.000 επιβάτες καθημερινά, ενώ προβλέπεται και περαιτέρω επέκταση προς Αχαρνές. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η επέκταση της Γραμμής 2 προς Νότο, για την οποία έχει γίνει μελέτη για την κατασκευή ενός τμήματος από το Ελληνικό προς Γλυφάδα.
Τα σχέδια επεκτάσεων περιλαμβάνουν επίσης και άλλες γραμμές όπως τη γραμμή 1 του Μετρό (πρώην Ηλεκτρικός), η οποία θα επεκταθεί προς τον Κόμβο Βαρυμπόμπης και προς το Ίδρυμα Στ. Νιάρχος μέσω της επέκτασης Θησείο – ΚΠΙΣΝ. Το συνολικό κόστος των έργων αυτών ξεπερνά τα 4-5 δις ευρώ και απαιτούν σημαντική χρηματοδότηση για να προχωρήσουν.
Η ανάπτυξη αυτών των έργων εκτιμάται ότι θα φέρει σημαντική αλλαγή στις αστικές μεταφορές της Αττικής, ενισχύοντας τη σύνδεση των κεντρικών περιοχών με τα προάστια και τα μεγάλα αστικά κέντρα, μειώνοντας τον κυκλοφοριακό φόρτο και βελτιώνοντας τη βιωσιμότητα της πόλης. Παρά τις καθυστερήσεις που έχουν παρατηρηθεί, τα σχέδια φαίνονται ελπιδοφόρα και προοπτικές για περαιτέρω ανάπτυξη και βελτίωση του δικτύου της Αθήνας συνεχίζουν να υπάρχουν.