Στο viosimi.gr μίλησε ο καθηγητής του ΕΚΠΑ Νικόλαος Ζέρβας, ο οποίος απάντησε σε ερωτήματα αναφορικά με την διαχείριση του νερού και τις πρακτικές που μπορεί να υιοθετήσει η χώρα μας στο συγκεκριμένο ζήτημα.
Ποια είναι τα μεγαλύτερα περιβαλλοντικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα σχετικά με τη διαχείριση του νερού;
Η διαχείριση του νερού στη χώρα μας, όπως και σε άλλα κράτη του μεσογειακού νότου, αποτελεί ένα πολυπαραγοντικό δημόσιο πρόβλημα. Ο ανθρώπινος, βέβαια, παράγοντας, οι ανθρώπινες, δηλαδή, γεωργικής, τουριστικής, παραγωγικής και γενικότερα αναπτυξιακής φύσεως, δραστηριότητες, στις οποίες οφείλεται εν πολλοίς και η κλιματική αλλαγή ή κρίση, όπως θα πρέπει πια να τη θεωρούμε, αποτελεί ίσως τη ‘μητέρα’ όλων. Και αυτό διότι, ανεξαρτήτως μεγέθους οικονομικού κεφαλαίου και κερδοφορίας, δραστηριότητες φυσικών και νομικών προσώπων τείνουν να βρίσκονται πίσω από τη διάτρηση του «υδρολογικού κύκλου», τη συνεχή ανακύκλωση, δηλαδή, του νερού της Γης μέσα στην υδρόσφαιρα, την ατμόσφαιρα και τη λιθόσφαιρα (το έδαφος και το υπέδαφος), την παρεπόμενη αυτής «αποστράγγιση» του υδροφόρου ορίζοντα, τη ρύπανση και ιδιαίτερα τη μόλυνση υδάτινων πόρων, όπως και με τη γενικότερη κατασπατάληση του νερού.
Οι συνέπειές τους, ενώ κατά τις προηγούμενες δεκαετίες εντάσσονταν στο πεδίο της περιβαλλοντικής επιστήμης και θεωρίας, είναι πια απτές. Οι βροχοπτώσεις όλο και λιγοστεύουν (υπολογίζεται πως συγκριτικά με τον μέσο όρο της δεκαετίας του 2010, το ύψος των βροχοπτώσεων στη χώρα μας σε όλο το 2024 μειώθηκε στο μισό!), οι περίοδοι ανομβρίας και κατ’ επέκταση ξηρασίας όλο και παρατείνονται, οι δε χιονοστρώσεις στους ορεινούς όγκους της Ελλάδας αρχίζουν να αποτελούν μια άγνωστη πια έννοια. Μολονότι τα βουνά αποτελούν τους «υδάτινους πύργους» του πλανήτη μας, από τους οποίους τροφοδοτείται η υδρολογική του «μπαταρία», σε πρόσφατη λεπτομερή μελέτη του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών καταγράφεται πως σε πολλά ελληνικά βουνά στη δεκαετία 2011-2020 οι χιονοστρώσεις μειώθηκαν από 30 έως και 50 ημέρες έναντι της αμέσως προηγούμενης δεκαετίας.
Όπως αντιλαμβάνεστε, υπό αυτές τις συνθήκες, η υδρολογική κρίση στη χώρα μας όχι απλά βρίσκεται στα πρόθυρα της εκδήλωσής της, αλλά ήδη έχει καταλάβει το μεγαλύτερο μέρος του οικήματός της, με όλους τους συναρμόδιους και εμπλεκόμενους για αυτούς φορείς εξουσίας (πολιτικό σύστημα, τοπική αυτοδιοίκηση, κατά τόπους επιχειρηματίες, αλλά και απλούς πολίτες) να στρουθοκαμηλίζουν και να την αποδίδουν στο ‘κακό μας ριζικό’, που δεν βρέχει. Πώς όμως να βρέξει όταν ο καθένας μας, από το δικό του μετερίζι, είτε αγνοεί, είτε, χειρότερα, κάνει ότι αγνοεί τις συνέπειες των δραστηριοτήτων του όχι μόνο για τις επόμενες γενιές, όπως παραδοσιακά θίγαμε, αλλά για την τρέχουσα πραγματικότητα, τα αμέσως επόμενα δηλαδή χρόνια.
Πώς μπορούν οι σύγχρονες τεχνολογίες, όπως η τεχνητή νοημοσύνη ή η τηλεμετρία, να βοηθήσουν στη βελτίωση της διαχείρισης των υδάτινων πόρων;
Κοιτάξτε να δείτε, είναι πολύ να ισχυριστείς ότι με δυο-τρία ‘κλικ’ μπορείς να δώσεις αποτελεσματικές λύσεις σε ένα τόσο πολυ-υπόστατο και δυσδιαχείριστο δημόσια πρόβλημα. Αναμφίβολα, η τηλεμετρία δύναται να συνδράμει στην πρόληψη εκδήλωσης φυσικών φαινομένων με σοβαρές συνέπειες για τοπικούς πληθυσμούς, όπως είναι για παράδειγμα οι πλημμύρες. Θυμηθείτε τι έγινε πριν από ενάμιση περίπου χρόνο με την καταιγίδα ‘Daniel’, όταν η ελλιπής –εάν όχι και εντελώς ανύπαρκτη– πρόληψη, σε συνδυασμό με την τραγικότητα της διαχείρισης επί του πεδίου από τοπικούς φορείς πολιτικής εξουσίας, βύθισε στις λάσπες εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα αγροτικών περιοχών και καλλιεργειών της θεσσαλικής γης. Επιμένω στη διαχείριση επί του πεδίου, γιατί όσα δεδομένα και αν διαθέτουμε, παρέχοντάς τα μας η τηλεμετρία, η λήψη πολιτικοδιοικητικών αποφάσεων και η εφαρμογή αποτελεσματικών δημόσιων πολιτικών είναι μια εντελώς άλλη υπόθεση. Και αυτό διότι η ασάφεια των αρμοδιοτήτων μεταξύ κεντρικής διοίκησης του κράτους (κυβέρνησης) και τοπικής αυτοδιοίκησης (πρώτου και δεύτερου βαθμού), ο επιμερισμός έναντι της ανάληψης ευθυνών, όπως και η απουσία πολιτικής βούλησης, τα οποία αποτελούν ιδιαίτερα γνωρίσματα του ελληνικού πολιτικοδιοικητικού γίγνεσθαι, ευθύνονται εν τέλει για τη διοικητική αδράνεια, εάν όχι και αναλγησία, ή και παραλυσία, που αντικατοπτρίζονται και στη διαχείριση των υδάτινων πόρων.
Τα ίδια, σε γενικές γραμμές, αφορούν και την αξιοποίηση της τεχνητής νοημοσύνης για τον εμπλουτισμό του υδροφόρου ορίζοντα. Διότι όσο κι αν μπορεί αυτή να συνεισφέρει στην ανάλυση μεγάλου όγκου δεδομένων και κατ’ επέκταση στη διαχείριση της ποιότητας και της ποσότητας του νερού, στην πολιτικοδιοικητική μας βράση πάντοτε κολλάει το σίδερο.
Υπάρχουν καλές πρακτικές από άλλες χώρες που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν στην Ελλάδα;
Κοιτάξτε, ένας βασικός κανόνας της διοικητικής επιστήμης είναι η επονομαζόμενη ‘policy transfer’, η αντιγραφή, δηλαδή, και η μεταφορά σε εθνικό επίπεδο επιτυχημένων διοικητικών πρακτικών και δημόσιων πολιτικών άλλων κρατών για την επίλυση ανάλογων προβλημάτων και την αποτελεσματική διαχείριση προβληματικών καταστάσεων. Αναμφίβολα σε ευρωπαϊκές, αλλά και μη χώρες, όπως το Ισραήλ, οι ΗΠΑ, ο Καναδάς και η Αυστραλία πλεονάζουν τα παραδείγματα αποτελεσματικής δημόσιας πολιτικής για τη διαφύλαξη του υδροφόρου ορίζοντα. Στο Ισραήλ και στις ΗΠΑ φερ’ ειπείν έχουν αναπτυχθεί προηγμένα τεχνολογικά συστήματα άρδευσης, συνάμα όμως και ανακύκλωσης του χρησιμοποιούμενου νερού, στον δε Καναδά διαχρονικά εφαρμόζονται βιώσιμες πρακτικές διαχείρισης του νερού τόσο στον πρωτογενή, όσο και στον δευτερογενή τομέα παραγωγής. Το μείζον ζήτημα, ωστόσο, είναι όχι εάν υπάρχουν καλές πρακτικές σε άλλες χώρες, αλλά κατά πόσο υπάρχει η βούληση –πολιτική, επιχειρηματική, επιτηδευματική κ.ά.–, προκειμένου αυτές να αξιοποιηθούν και στην ελληνική περιβαλλοντική πολιτική. Και αυτό διότι όπως έχει αποδείξει η πραγματικότητα σε άλλα πεδία δημόσιας πολιτικής, η ‘policy transfer’ στην ελληνική πολιτεία έγκειται περισσότερο στο «φαίνεσθαι», στην επικοινωνία δηλαδή, και όχι στο «είναι», στην ουσία της υπό διαχείριση εκάστοτε προβληματικής κατάστασης.
Πώς μπορεί να ενισχυθεί η συνεργασία μεταξύ ακαδημαϊκών, φορέων πολιτικής και ιδιωτικού τομέα για τη βιώσιμη διαχείριση του νερού;
Η επιστημονική κοινότητα, παρόλες τις ιδιαιτερότητες –εάν όχι και ιδιοτροπίες–, που εντοπίζονται και εντός των τειχών της, πάντοτε βρίσκεται στην οπισθοφυλακή για την αντιμετώπιση του εκάστοτε δημοσίου προβλήματος. Με άλλα λόγια, οι προτάσεις της, ακόμα κι αν δεν στερούνται εφικτότητας ή εφαρμοσιμότητας, συνηθίζεται να παραμένουν στο επίπεδο των γνωμοδοτήσεων, παρά να περνούν σε εκείνων των εφαρμόσιμων λύσεων. Τούτο συμβαίνει, καθότι αυτοί που διαθέτουν το τεκμήριο του «αποφασίζειν», οι φορείς, δηλαδή, της πολιτικής εξουσίας, αποθαρρυνόμενοι στις περισσότερες των περιπτώσεων από το πολιτικό κόστος που συνεπάγεται από τις λύσεις αυτές, διστάζουν εν τέλει να τις εφαρμόσουν στην πράξη.
Μόλα ταύτα, ασφαλώς και είναι αναγκαία η αγαστή συνεργασία όλων των εμπλεκόμενων φορέων (αγγλιστί ‘shareholders’) για τη βιώσιμη διαχείριση του νερού, δηλαδή πολιτικών εκπροσώπων, εξειδικευμένων επιστημόνων, τοπικών κατά περίπτωση παραγόντων, αλλά και φορέων της κοινωνίας των πολιτών. Μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι και η βιώσιμη ανάπτυξη είναι ένα μείζον ζήτημα κουλτούρας, αλλά και παιδείας, αγωγής, δηλαδή, που λαμβάνει κάθε νέος πολίτης τόσο στο σχολικό, όσο όμως και στο οικογενειακό του περιβάλλον. Και σε αυτή την αγωγή, εάν θέλετε, οφείλουμε πρωτίστως να επενδύσουμε για την αντιμετώπιση γενεσιουργών αιτίων της κλιματικής και της υδατικής κρίσης, που συναποτελούν μια ζοφερή πραγματικότητα.
Ποιες είναι οι προβλέψεις για τις κλιματικές αλλαγές στους υδάτινους πόρους της χώρας. Τι μέτρα πρέπει να άμεσα;
Προς ώρας, αγαπητέ κ. Μίντζα, δεν χρειάζονται άλλες προβλέψεις, από τη στιγμή που κλιματικές αλλαγές για τον υδροφόρο μας ορίζοντα και τον υδρολογικό κύκλο στη χώρα, μας έχουν φέρει ήδη αντιμέτωπους με τις τρομερές συνέπειές τους. Η γενικευμένη ανομβρία και η παρατεταμένη ξηρασία, που αποτελούν το βασικό πια πρόβλημα, έναντι εκείνου του υψηλού κόστους παραγωγής, για τον έλληνα αγρότη, η εξάντληση του πόσιμου νερού σε όλο και περισσότερες περιοχές της Ελλάδας λόγω της ρύπανσης των πηγών και των υδάτινων πόρων, οι όλο και πιο εκτενείς και καταστροφικές πυρκαγιές από την απουσία υγρασίας στα δάση και την παρεπόμενη ξηρασία της καύσιμης ύλης, αλλά και τα ακραία πλημμυρικά φαινόμενα των τελευταίων ετών μιας και η αποξηραμένη γη δεν μπορεί σε μια καταιγίδα να απορροφήσει το νερό είναι ενδεικτικές.
Στα άμεσα μέτρα, που με ρωτάτε, για τα οποία απαιτείται ορθολογικός προηγούμενος σχεδιασμός, αλλά και μεγάλες κρατικές επενδύσεις, μπορούμε να συμπεριλάβουμε, καταρχάς, την πραγματοποίηση εγγειοβελτιωτικών έργων, όπως μικρά φράγματα, στις κοίτες μεγάλων ποταμών, προκειμένου να συγκρατείται το νερό της βροχής, να δίνεται ο απαιτούμενος χρόνος για την απορρόφησή του και να μην απολύεται αυτό, καταλήγοντας μέσω μιας πλημμύρας στη θάλασσα. Παράλληλα, ο ιδιωτικός και η δη ο βιομηχανικός τομέας οφείλει να συμβάλλει στην ανακύκλωση του χρησιμοποιούμενου νερού, στην ανάπτυξη, δηλαδή, υποδομών για την επαναχρησιμοποίησή του προς όφελος των φυσικών πόρων της χώρας. Ο αγροτικός δε κόσμος, μέσω της αξιοποίησης κοινοτικών πόρων και προγραμμάτων (Ταμείο Ανάκαμψης, ΕΣΠΑ κλπ.) θα μπορούσε με τη σειρά του να επενδύσει στην «άρδευση ακρίβειας» έναντι της αλόγιστης χρήσης των φυσικών αποθεμάτων ύδατος της χώρας.
Όπως αντιλαμβάνεστε, λύσεις υπάρχουν. Βούληση από όλες τις πλευρές οφείλει να υπάρξει, σε επίπεδο πολιτικού συστήματος, αλλά και κοινωνίας. Και επειδή έχω κάνει πολλές αναφορές στις ευθύνες για τη διαχείριση των υδάτων των πολιτικών μας ταγών, θα δανειστώ, κλείνοντας, μια προτροπή του κορυφαίου διανοούμενου της σύγχρονης Τσεχίας, του Βάτσλαβ Χάβελ. Συνήθιζε να επισημαίνει πως η πολιτική παρεξηγημένα έχει θεωρηθεί ως η «τέχνη του εφικτού», η τέχνη, δηλαδή, της ήσσονος προσπάθειας και της απλής διαχείρισης των πραγμάτων. Αντιθέτως, τόνιζε, πως η πολιτική οφείλει να είναι και «τέχνη του ανέφικτου», τέχνη, δηλαδή, της διαρκούς επιδίωξης να κάνουμε τόσο τον εαυτό μας, όσο και τον κόσμο μας καλύτερους!
Νικόλαος Ζερβάς, Διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης ΕΚΠΑ,
Εντεταλμένος Διδάσκων Σχολής Ικάρων Π.Α. (κατ. Διοικητικών)
Μέλος ΣΕΠ Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου
Ειδικός στη διαχείριση υδάτων και τις κλιματικές αλλαγές