Μια ομάδα 73 θεσμικών επενδυτών, που διαχειρίζονται συνολικά κεφάλαια ύψους 11,5 τρισ. δολαρίων, απευθύνει κοινή έκκληση προς τις μεγάλες εταιρείες τροφίμων και λιανεμπορίου να επιταχύνουν τη μετάβαση προς φυτικές και εναλλακτικές πρωτεΐνες, μειώνοντας την εξάρτησή τους από τις ζωικές αλυσίδες παραγωγής. Η πρωτοβουλία αυτή, στο πλαίσιο του FAIRR Initiative (Farm Animal Investment Risk & Return), συνδέει άμεσα τη διατροφή με την κλιματική ανθεκτικότητα και την επισιτιστική ασφάλεια.
Σύμφωνα με τη νέα έκθεση του FAIRR, οι επενδυτές θεωρούν πως η διαφοροποίηση των πηγών πρωτεΐνης δεν αποτελεί μόνο περιβαλλοντική προτεραιότητα, αλλά και επιχειρηματική αναγκαιότητα. Η αυξανόμενη αστάθεια στις ζωικές αλυσίδες — λόγω ακραίων καιρικών φαινομένων, ασθενειών όπως η γρίπη των πτηνών και του υψηλού κόστους ζωοτροφών — καθιστά το παραδοσιακό μοντέλο παραγωγής οικονομικά και λειτουργικά ευάλωτο.
Η έκθεση τονίζει ότι η στροφή προς τις εναλλακτικές πρωτεΐνες μπορεί να συμβάλει σημαντικά στη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και στην εξοικονόμηση φυσικών πόρων, όπως το νερό και η γη. Οι επενδυτές ζητούν από τις εταιρείες να θέσουν ποσοτικούς στόχους μετάβασης, να επενδύσουν στην έρευνα και ανάπτυξη νέων προϊόντων και να διασφαλίσουν τη διαφάνεια ως προς την πορεία μείωσης του ανθρακικού τους αποτυπώματος.
Η Sophie Kamphuis, ανώτερη σύμβουλος υπεύθυνων επενδύσεων στην MN, υπογραμμίζει ότι η διαφοροποίηση αυτή αποτελεί κρίσιμο εργαλείο για τη βιώσιμη ανάπτυξη του κλάδου. «Οι επιχειρήσεις που ενσωματώνουν φυτικές πρωτεΐνες στη στρατηγική τους μειώνουν τους κινδύνους που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή και ενισχύουν την ανθεκτικότητα των εφοδιαστικών τους αλυσίδων», σημειώνει.
Ωστόσο, το επενδυτικό ενδιαφέρον για τις εναλλακτικές πρωτεΐνες έχει μειωθεί αισθητά τα τελευταία χρόνια. Από σχεδόν 7 δισ. δολάρια το 2021, οι ιδιωτικές επενδύσεις υποχώρησαν σε λίγο πάνω από 1 δισ. το 2024, γεγονός που αποδίδεται κυρίως στη χαμηλή αποδοχή των καταναλωτών. Παρά τις τεχνολογικές βελτιώσεις, η γεύση, η υφή και η εμπειρία κατανάλωσης παραμένουν ζητήματα που εμποδίζουν τη μαζική υιοθέτηση των προϊόντων.
Η Jo Raven, διευθύντρια θεματικής έρευνας του FAIRR, εξηγεί ότι η επιτυχία της μετάβασης εξαρτάται από την ικανότητα των εταιρειών να «κερδίσουν» τον καταναλωτή. «Αν οι εναλλακτικές πρωτεΐνες δεν είναι ελκυστικές, οι προσπάθειες για βιώσιμη διατροφή δεν θα έχουν ουσιαστικό αποτέλεσμα», αναφέρει.
Η έκθεση κλείνει με ένα ξεκάθαρο μήνυμα: η επένδυση σε καινοτόμες, χαμηλού άνθρακα λύσεις στον τομέα της διατροφής δεν είναι απλώς περιβαλλοντική υποχρέωση, αλλά και στρατηγική επιλογή για τη βιωσιμότητα των ίδιων των επιχειρήσεων — και του πλανήτη.

