Την ώρα που σε ορισμένες πολιτείες των ΗΠΑ η έννοια της βιωσιμότητας δέχεται πολιτικές πιέσεις, μεγάλοι ευρωπαϊκοί θεσμικοί επενδυτές φαίνεται να κινούνται στην αντίθετη κατεύθυνση, αυξάνοντας τη δέσμευσή τους για υπεύθυνες επενδύσεις.
Συνταξιοδοτικά ταμεία με τεράστιο υπό διαχείριση κεφάλαιο, όπως το PME της Ολλανδίας, το People’s Pension του Ηνωμένου Βασιλείου και ο όμιλος PGGM, επανεξετάζουν ή ακόμη και διακόπτουν συνεργασίες με διαχειριστές που δεν ευθυγραμμίζονται πλέον με τις αρχές της περιβαλλοντικής και κοινωνικής υπευθυνότητας. Κεντρικό ζητούμενο: η στάση τους απέναντι στην κλιματική κρίση και η συνέπεια ανάμεσα στα λόγια και τις πράξεις — ειδικά κατά την ψήφο σε εταιρικές συνελεύσεις για ζητήματα ESG (Περιβάλλον, Κοινωνία, Εταιρική Διακυβέρνηση).
Η PME, για παράδειγμα, αξιολογεί εκ νέου κεφάλαια ύψους 5 δισ. ευρώ που έχουν ανατεθεί στην BlackRock, ενώ το δανικό AkademikerPension διέκοψε πρόσφατα συνεργασία με την State Street, επικαλούμενο ασυμφωνία στις επενδυτικές προσεγγίσεις γύρω από την κλιματική αλλαγή. Την ίδια στιγμή, εταιρείες όπως η Nordea και η BNP Paribas λαμβάνουν υψηλές αξιολογήσεις για την απόδοσή τους σε ESG ζητήματα, ενώ παραδοσιακοί κολοσσοί όπως η Vanguard και η State Street μένουν πίσω.
Η διαφοροποίηση μεταξύ ευρωπαϊκής και αμερικανικής επενδυτικής κουλτούρας φαίνεται να διευρύνεται, ειδικά καθώς η ESG στρατηγική αποκτά μεγαλύτερο ρόλο στα κριτήρια ανάθεσης κεφαλαίων. Για πολλούς ευρωπαϊκούς θεσμούς, η βιωσιμότητα δεν είναι πια επικοινωνιακή επιλογή αλλά μακροπρόθεσμη προϋπόθεση διαχείρισης κινδύνου και δημιουργίας σταθερής απόδοσης.