Αν και το πλαστικό έχει συνδεθεί κυρίως με τη ρύπανση των ωκεανών και τα μικροπλαστικά, νέες επιστημονικές μελέτες αναδεικνύουν έναν ακόμη λιγότερο ορατό αλλά ιδιαίτερα σημαντικό αντίκτυπο: τη συμβολή του στην κλιματική αλλαγή. Η παγκόσμια παραγωγή πλαστικών ευθύνεται πλέον για περίπου το 5% των συνολικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου – ποσοστό μεγαλύτερο από εκείνο της ναυτιλίας ή της αεροπορίας, σύμφωνα με στοιχεία από το Εθνικό Εργαστήριο Lawrence Berkeley και το Plastics & Climate Project.
Η διαδικασία παραγωγής περιλαμβάνει όχι μόνο τη μετατροπή των ορυκτών καυσίμων σε υλικό, αλλά και κάθε στάδιο μέχρι το τελικό προϊόν. Οι επιπτώσεις, όμως, δεν σταματούν εκεί. Τα μικροπλαστικά φαίνεται ότι διαταράσσουν κρίσιμους μηχανισμούς δέσμευσης άνθρακα, τόσο στους ωκεανούς όσο και στο έδαφος. Παρεμβαίνουν στη φυσιολογία θαλάσσιων οργανισμών, επηρεάζουν τη φωτοσύνθεση του φυτοπλαγκτού και τροποποιούν τη μεταφορά οργανικού άνθρακα στον πυθμένα. Αντίστοιχα στη στεριά, προκαλούν αλλαγές στη μικροβιακή δραστηριότητα των εδαφών και στην ανακλαστικότητα επιφανειών, επηρεάζοντας έτσι την ενεργειακή ισορροπία του πλανήτη.
Παράλληλα, η πλαστική βιομηχανία — και στην Ελλάδα — αναγνωρίζει την ανάγκη προσαρμογής. Με σημαντική οικονομική παρουσία και εξαγωγική δραστηριότητα, οι ελληνικές επιχειρήσεις δηλώνουν προσηλωμένες στη μετάβαση προς την κυκλική οικονομία. Μέσω της ανακύκλωσης και της επαναχρησιμοποίησης, το υλικό που σήμερα θεωρείται περιβαλλοντική απειλή μπορεί να μετατραπεί σε στοιχείο βιώσιμης παραγωγής, περιορίζοντας τις απώλειες και ανοίγοντας τον δρόμο για νέες “πράσινες” θέσεις εργασίας.
Το πλαστικό δεν είναι από τη φύση του επιβλαβές· είναι ο τρόπος που το διαχειριζόμαστε που καθορίζει το αποτύπωμά του. Κι αυτό, σε μια εποχή κλιματικής πίεσης, δεν μπορεί πλέον να αγνοηθεί.