Ο Πέτρος Σταυρουλάκης, καθηγητής του Πανεπιστημίου Πειραιώς και με έρευνες στην υδατολογία μίλησε στο viosimi.gr για το κρίσιμο θέμα του νερού και την διαχείριση του.
Ποια είναι τα μεγαλύτερα περιβαλλοντικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα σχετικά με τη διαχείριση του νερού;
Αν και έχω αφιερώσει τη ζωή μου στις μεταφορές με δίοδο το νερό γιατί αγαπώ τη θάλασσα, και μέσα από αυτήν την αγάπη και την έρευνα που πήγασε από αυτήν την αγάπη μελέτησα τους κύκλους του νερού, τους κατάλαβα και τους σεβάστηκα και δυστυχώς πόνεσα και πονάω καθημερινά από το πώς αντιμετωπίζουμε τον πιο σημαντικό μας πόρο, για να κληθώ να απαντήσω σε αυτήν την ερώτηση μου έρχεται στο μυαλό μια εμπειρία μου στην επαρχία μας, σε έναν τόπο με πλούσια νερά (το να δώσω το όνομα πραγματικά δεν έχει κανέναν λόγο, διότι όπου και αν είμαστε στην επικράτεια η κατάσταση είναι ίδια), όπου σε έναν γάμο, στη βρύση της εκκλησίας, κάποιος ήθελε να πλύνει τα χέρια του, ίσως και κάποιο παιδάκι να ξεδιψάσει, οπότε πάω μετά να κλείσω τη βάνα, και οι ντόπιοι μου έκαναν σχεδόν παρατήρηση που δεν άφησα τη ροή ανοικτή, με επιχείρημα, «δωρεάν είναι», και «εδώ ο τόπος είναι γεμάτος νερό». Για να πάω μερικά μέτρα ανάντι της βάνας και να αντικρύσω μια εικόνα που με μαστίζει από τα παιδικά μου χρόνια (και για αυτό η αναφορά για την όμοια διαχείριση του νερού στον τόπο μας). Το ρυάκι, ο πλούτος μας, γεμάτος σκουπίδια, στην ίδια ακριβώς ροή που κατάντι το «δωρεάν νερό» από το οποίο «ο τόπος μας εδώ είναι γεμάτος», χρησιμοποιείται για υγιεινή και για να ξεδιψάσουμε τα παιδιά μας. Το ταξίδι μου για να μπορώ να έχω άποψη αναφορικά με τα προβλήματα του νερού είναι ποικίλο, και παρά τα επιστημονικά τεκμήρια, εν τέλει καταλήγει μέσα από την επιστήμη σε κάτι πολύ πιο απλό, αθώο, και παιδικό. Στο ότι το πρόβλημα του τόπου μας σχετικά με το νερό δεν είναι η έλλειψη επιστημονικής τεκμηρίωσης, αλλά η έλλειψη κοινής λογικής, η ασυνέχεια και η στρέβλωση μερικών όρων, και η έλλειψη ευθύνης και ιδιοκτησίας (το ownership που θα λέγαμε στην αγγλική και δεν νομίζω ότι μεταφράζεται επαρκώς, αλλά αφορά στην αίσθηση της ολοκλήρωσης και του ανήκειν, από την οποία αίσθηση θα υπάρχει πηγαία ευθύνη για αυτό που κάνουμε – γιατί μας ανήκει, γιατί του ανήκουμε, και πρέπει να το προστατέψουμε και να το σεβαστούμε) πάνω στην οποία και θα μπορεί να διαμορφωθεί μια κουλτούρα συνολικής αγάπης για το περιβάλλον, από την οποία και πάσχει η κοινωνία μας. Πολλές κοινωνίες σίγουρα, δεν είναι μόνο η δική μας (π.χ. ο Ρήνος περνάει από τα πιο όμορφα κάστρα αλλά είναι γεμάτος μικροπλαστικά – εκτός των άλλων ρυπαντών), δυστυχώς ζούμε ξεχνώντας ότι το νερό αφορά σε βασική δομική λίθο για αμέτρητα οικοσυστήματα (από τα οποία εν τέλει και εξαρτόμαστε), και η όποια παρέμβαση χωρίς μελέτη και σεβασμό σε αυτά και στο ευρύτερο περιβάλλον θα προκαλέσει ανισορροπία στο οικοσύστημα, και σε εμάς δυστυχώς, ακόμα πιο έντονη και επίπονη.
Επίσης, δεν νομίζω να αρκούσε οποιαδήποτε ειδικότητα ώστε να μπορέσουμε να δώσουμε με ακρίβεια απάντηση στο ερώτημα. Το γνωστικό μου αντικείμενο αφορά στη ναυτιλία, οπότε πολύ εύκολα μπορώ να δώσω μια λίστα από καίρια θέματα που μαστίζουν το νερό μας σχετικά με τις μεταφορές και τη ναυτοσύνη (και όχι μόνο στην Ελλάδα, καθώς το φαινόμενο και το πρόβλημα είναι παγκόσμιο), όπως απορρίψεις (τυχαίες ή/και εσκεμμένες) και απορροές, επικίνδυνα απόβλητα, ρύπανση από καύσιμα και πετρέλαιο, μόλυνση από χρώματα (antifouling), ξενικά είδη σε νερό έρματος, bilge dumping, γκρι και μαύρο νερό, λύματα, θόρυβος από συστήματα μηχανοστασίου, έλικες, και λοιπά μέσα πρόωσης, βυθοκόρηση, ψάρεμα/φάντασμα (ghost fishing), καταστροφή υφάλων και βένθους λόγω αγκυροβόλησης, μόλυνση από αντιηλιακά, όπως επίσης και ατμοσφαιρική ρύπανση που μεταφέρεται στο νερό και μπορεί να έχει καταστροφικά αποτελέσματα στο θαλάσσιο (ή/και ποτάμιο) οικοσύστημα. Οι απαντήσεις αυτές όμως και η παράθεση της λίστας αν και σχεδόν πλήρης αναφορικά με τη ναυτιλία, αμελεί ένα καίριο ζήτημα, αυτό της διασύνδεσης των οικοσυστημάτων. Ακόμα και όλα τα προαναφερθέντα και αν καλύπταμε και κάπως μαγικά αν τα θεραπεύαμε, το πρόβλημα και η δυσλειτουργία αναφορικά με την ολοκληρωμένη διαχείριση του νερού θα παρέμενε δυστυχώς.
Η αιτία αφορά στον τρόπο με τον οποίο και έχουμε οργανώσει την παγκόσμια κοινωνία (και κατ’ επέκταση τις μετακινήσεις μας και το εμπόριο) που εμποδίζει το να σεβαστούμε και να κάνουμε τα δέοντα αναφορικά με το νερό, αν και οι ενδείξεις και οι κατευθύνσεις αναφορικά με το που και πώς πρέπει να πορευτούμε, είναι εκεί. H Ιαπωνική υπηρεσία JAMSTEC βρήκε το 1998 (!) πλαστική σακούλα στο βαθύτερο σημείο του ωκεανού, στην τάφρο των Μαριανών (πάνω από δέκα χιλιόμετρα βάθος), εκεί που θεωρητικά η ανθρώπινη ρύπανση θα ήταν δύσκολο αν όχι αδύνατο να φτάσει. Η οικονομική αρχή πάνω στην οποία και έχουμε χτίσει τις κοινωνίες μας που αφορά στην ελαχιστοποίηση του λογιστικού κόστους και αύξηση του λογιστικού οφέλους μας έχει αναγκάσει να δημιουργούμε συστήματα τα οποία όντως βγάζουν χρήματα, αλλά ταυτόχρονα γεννούν εξωτερικά κόστη πολύ μεγαλύτερα, τα οποία και τα επωμίζεται (και καλείται να τα πληρώσει) όλη η κοινωνία, και τελικά και το περιβάλλον. Και το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι λόγω του τρόπου που μεγαλώνουμε και της εν λόγω προσέγγισης, θεωρούμε όλοι μας ότι τη δουλειά μας την έχουμε κάνει όταν βγει κέρδος, και ότι δεν υπάρχει πρόβλημα με τις εξωτερικότητες, αρκεί να υπάρχει οικονομικό όφελος – η αντίληψη τελικά που έχει κάνει την ανθρωπότητα να καταστρέψει όλο της το νερό, καθώς λόγω των παγκόσμιων μηχανισμών μεταφοράς του πλανήτη, η ρύπανση δεν γνωρίζει σύνορα. Από τη λίμνη Βαϊκάλη με το εργοστάσιο που είχε στις όχθες της και την Αράλη που δεν υπάρχει πια, μέχρι όλους μας τους ωκεανούς που στον βωμό του να βγει λίγο παραπάνω κέρδος έχουν μετατραπεί σε τοξικές σούπες γεμάτες πλαστικά. Τα παραδείγματα τα οποία και γνωρίζουμε (πόσω μάλλον αυτά που ενδεχομένως μπορεί να μην μάθουμε και ποτέ) είναι αμέτρητα. Ενδεικτικά μόνο, στην Ιαπωνία από τις αρχές του 20ου αιώνα εμφανίστηκαν ακόμη και νέες ασθένειες σε πληθυσμούς λόγω της ρύπανσης των υδάτων και της συσχέτισης που έχει η τελευταία με την ανθρώπινη υγεία.
Πιστεύω ότι ένα παράδειγμα συγκεκριμένο είναι ενδεικτικό της έκτασης του προβλήματος, αλλά και της αιτίας που το νερό μας βασανίζεται καθημερινά. Και εφόσον θέλουμε να εστιάσουμε στον ελληνικό χώρο, δεν υπάρχει νομίζω καλύτερο παράδειγμα από αυτό της διαχείρισης των υδάτων στην Αττική. Την Αθήνα τη γνωρίζουμε ως λεκανοπέδιο. Λάθος, καθώς ο όρος λεκανοπέδιο γεννά τον συνειρμό της πεδιάδας. Η Αθήνα είναι λεκάνη απορροής (watershed), που τα βιβλία μας αναφέρουν με έμφαση ότι τα συγκεκριμένα μέρη, όπου το γλυκό νερό συναντά το θαλασσινό και επειδή υπάρχει ακριβώς αυτή η ζεύξη και πρόσμιξη συστατικών, είναι από τα πιο πλούσια οικοσυστήματα που υπάρχουν στον πλανήτη. Ξεκινάμε λοιπόν από το δεδομένο ότι όλη η Αττική έχει διαμορφωθεί με τον φυσικό της τρόπο με κύριο γνώμονα διαμόρφωσης και λειτουργίας την εξυπηρέτηση του νερού. Η βάση λοιπόν διαμόρφωσης του πεδίου της πρωτεύουσας είναι το νερό, και το νερό είναι αυτό που πλήττεται από την αρχαιότητα. Πόσοι κάτοικοι της πρωτεύουσας θα εκπλήσσονταν όταν (και αν) μάθαιναν ότι πολύ κοντά ή/και μπροστά από το σπίτι τους κανονικά πέρναγε ρυάκι ή ποτάμι – εκεί που τώρα μαρτυρούν όλοι στο καθημερινό μποτιλιάρισμα (και στον κίνδυνο να πνιγούν όταν βρέξει). Σχεδόν κωμικό ότι με μανία η Αττική κοινωνία έχει εξαφανίσει με ιδιαίτερη προσήλωση τα ποτάμια της για να τα κάνει δρόμους στους οποίους πρέπει να ταλαιπωρούμαστε όλοι καθημερινά, και ακόμα χειρότερα, σε πολλές περιπτώσεις, να έχουμε μπαζώσει το πανέμορφο ποτάμι, για να φτιάξουμε δύο λωρίδες κυκλοφορίας που τις χωρίζει σιντριβάνι. Δεν ξέρω αν μπορεί να υπάρχει κάτι πιο ειρωνικό και τραγικό συνάμα σχετικά με τη διαχείριση του νερού από μια κοινωνία που μπαζώνει ποτάμια (πολλά από αυτά ιερά από την αρχαιότητα), τα οποία και αφορούν την κορωνίδα και ό,τι πιο όμορφο και πολύτιμο έχει να μας προσφέρει το φυσικό περιβάλλον, για να χτίσουμε από πάνω δρόμους που τους χωρίζουν σιντριβάνια.
Η Πεντέλη είχε μια ‘μαγική’ λίμνη, την οποία και μπαζώσαμε για να κάνουμε γήπεδο, και μας κάνει εντύπωση που όταν βρέξει το γήπεδο πλημμυρίζει. Πιστεύω τελικά ότι το θέμα της διαχείρισης του νερού είναι πιο πολύ ένα που έγκειται στην επιστήμη της ψυχολογίας, καθώς τα αντικειμενικά ευρήματα μας δείχνουν ότι ως λαός, εν τέλει μάλλον μισούμε το νερό, διότι κάνουμε τα πάντα για να το μολύνουμε, να το μπαζώσουμε, και να το εξαφανίσουμε. Το φυσικό περιβάλλον των Αθηνών ήταν μια όαση – η οποία με λίγη φροντίδα θα έδινε σε όλους μας ιδιαίτερη και μοναδική ποιότητα ζωής (για να μην αναφέρουμε και τις υψηλότατες τιμές γης), και εμείς προτιμήσαμε να θάψουμε τα ποτάμια μας σαν να τα ντρεπόμαστε, και προτιμήσαμε αντί του απίστευτου κάλλους του φυσικού περιβάλλοντος της Αττικής, το σκυρόδεμα, την κίνηση, το καυσαέριο, και τις πλημμύρες (…). Αν μπορώ να απαντήσω με ειλικρίνεια λοιπόν, τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα σχετικά με τη διαχείριση του νερού είναι προβλήματα μόρφωσης, αξιών, ανθρωπιάς, και κουλτούρας. Είναι προβλήματα σύγχυσης της καταστροφής του φυσικού περιβάλλοντος με την πρόοδο. Δυστυχώς εκ του αποτελέσματος φαίνεται ότι δεν επιθυμούμε ορθολογική και ολοκληρωμένη διαχείριση του νερού, και αν αυτή η αντίληψη δεν αναστραφεί, τα θέματα του νερού θα διογκώνονται και θα περιπλέκονται.
Μπορούμε λοιπόν να αποτυπώσουμε τα προβλήματα δυσλειτουργικής διαχείρισης, ρύπανσης, και εξωτερικοτήτων που αφορούν άμεσα ή/και έμμεσα στους υδάτινους πόρους (και προφανώς από το φυσικό περιβάλλον μέχρι και την ολοκληρωμένη ανθρώπινη υποδομή που έχει επίπτωση στο νερό, αλλά και τα συστήματα και δίκτυα που αφορούν στην παροχή νερού και απομάκρυνση λυμάτων), αλλά το πρόβλημα είναι βαθύτερο και αφορά στην αναγκαία κατανόηση του πλούτου (και των πολλών του εκφάνσεων, συμπεριλαμβανομένου και του οικονομικού) που είναι ικανό να μας προσφέρει το νερό και το φυσικό περιβάλλον όταν το κατανοούμε, όταν δεν επεμβαίνουμε σε αυτό χωρίς ολοκληρωμένες και αειφόρες λύσεις, και όταν τελικά, το σεβόμαστε πραγματικά.
Πώς μπορούν οι σύγχρονες τεχνολογίες, όπως η τεχνητή νοημοσύνη ή η τηλεμετρία, να βοηθήσουν στη βελτίωση της διαχείρισης των υδάτινων πόρων;
Το digital water management είναι σίγουρα κάτι που πρέπει να διερευνηθεί και να αξιοποιηθεί γενικότερα αλλά και για την Ελλάδα, καθώς το digitalization και automation είναι από τις κορυφαίες τάσεις που ανιχνεύουμε σε σχέση με τη διαχείριση του νερού. Και εδώ θα πρέπει να μπει η διευκρίνηση ότι δεν αναφερόμαστε μόνο στην υποδομή ύδρευσης και αποχέτευσης, αλλά γενικότερα. Σε πολλά προηγμένα λιμάνια σήμερα έχουν sniffing drones που μπορούν να ελέγχουν τα επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης – κάτι αντίστοιχο με τεχνολογίες απεικόνισης θα μπορούσαμε να έχουμε και για το νερό. Ταυτόχρονα, το θέμα των τεχνολογιών διαχείρισης υδάτινων πόρων είναι και αρκετά ψηλά στη λίστα των ευκαιριών για startups, κάτι που δείχνει ότι και επιχειρηματικά έχει αναγνωριστεί η ευκαιρία και η αναγκαιότητα ενασχόλησης με το συγκεκριμένο ζήτημα. Πολλές από τις τεχνολογίες αυτές μπορούν να ελέγχουν την ποιότητα των υδάτων σε πραγματικό χρόνο (και από απόσταση) και μέσω λογισμικού να μπορούν και να προλάβουν δυσμενείς καταστάσεις, άρα μπορούν και να αξιοποιηθούν στη βάση της πρόληψης. Επίσης έχουν προφανώς χρήση και σημαντική εφαρμογή σε θέματα υποδομών και δικτύων – μπορούν για παράδειγμα να ανιχνεύσουν θέματα παροχής, πίεσης, συντήρησης, ή/και διαρροών των δικτύων μας. Αλλά πιστεύω ότι η ιδιαίτερη αξία και συνεισφορά της τεχνολογίας μπορεί να αφορά στην ολοκληρωμένη διαχείριση των υδάτινων πόρων, όπως για παράδειγμα στη δημιουργία ολοκληρωμένου συστήματος διαχείρισης των περιβαλλοντικών πόρων, όπως έχουν οι εταιρείες τα συστήματα business intelligence και ERP/MRP, κάτι αντίστοιχο αλλά για το περιβάλλον και τους υδάτινους πόρους συγκεκριμένα. Και εννοείται δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η σύγχρονη τεχνολογία και η αξιοποίηση αυτής είναι απαραίτητη και ωφέλιμη, αρκεί να γίνει με τρόπο οργανωμένο, μελετημένο, και ολιστικό.
Υπάρχουν καλές πρακτικές από άλλες χώρες που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν στην Ελλάδα;
Φυσικά υπάρχουν, και πάρα πολλές, ενδεικτικά έχουμε καλές πρακτικές στα θέματα της τεχνητής νοημοσύνης, αισθητήρων, ψηφιακών διδύμων (digital twins), μετρητικών συστημάτων, Internet of Things, συστημάτων Γεωπληροφορικής (GIS), επαυξημένης και εικονικής πραγματικότητας (AR/VR), 5G, blockchain, big data and analytics, και τεχνολογίες cloud, που μπορούν να είναι πάρα πολύ χρήσιμες στην Ελλάδα. Βέβαια εδώ υπεισέρχεται η έννοια του contingency theory, η οποία επιτάσσει προσοχή στην υιοθέτηση και εφαρμογή πρακτικών που έχουν αξιοποιηθεί κάπου αλλού, καθώς δεν μας δίνουν την εγγύηση ότι είναι εφαρμόσιμες οριζόντια. Ο κάθε τόπος και το κάθε σύστημα είναι διαφορετικό και θα πρέπει να έχει γίνει αποτελεσματική μελέτη που θα λαμβάνει υπόψιν όλη την έκταση των επιπτώσεων αλλά και του χρονοδιαγράμματος υλοποίησης, καθώς και της πολύ σημαντικής συνιστώσας της βιωσιμότητας/αειφορίας.
Πώς μπορεί να ενισχυθεί η συνεργασία μεταξύ ακαδημαϊκών, φορέων πολιτικής και ιδιωτικού τομέα για τη βιώσιμη διαχείριση του νερού;
Απαιτείται κεντρική βούληση και συντονισμός, και ενίσχυση της κουλτούρας κατανόησης ότι η εξευγενισμένη διαχείριση των υδάτινων πόρων είναι επείγουσα ανάγκη και θα ωφελήσει όλη την κοινωνία. Ταυτόχρονα είναι σημαντικό να υπάρχει αξιοκρατικό περιβάλλον επιχειρηματικότητας και ανταγωνισμού, ειδικά σε ό,τι αφορά στους υδάτινους πόρους και γενικότερα το περιβάλλον, καθώς αν ένα προϊόν παράγεται χωρίς σεβασμό στο περιβάλλον μπορεί να φαίνεται φθηνότερο και ότι παράγεται με μεγαλύτερο κέρδος, αλλά τελικά θα κοστίσει σε όλη την κοινωνία πολύ πιο ακριβά. Συνεπώς πρέπει και η επιχειρηματικότητα να μην μαστίζεται από προσήλωση σε τυφλό κέρδος, αλλά και η πολιτική να μην επιτρέπει τη μείωση κόστους μέσω των εξωτερικοτήτων. Στο σύστημα αυτό προφανώς η ακαδημία έχει την ευθύνη εξέλιξης της γνώσης και της τεχνολογίας, όχι μόνη της, αλλά ως μέλος του ολοκληρωμένου οικοσυστήματος που περιλαμβάνει τις επιχειρήσεις και τους φορείς χάραξης πολιτικής, καθώς όλοι πρέπει να στοχεύουν σε συνέργειες προς τη δημιουργία αξίας για την κοινωνία, χωρίς επιβάρυνση στο περιβάλλον και τους υδάτινους πόρους.
Ποιες είναι οι προβλέψεις για τις κλιματικές αλλαγές στους υδάτινους πόρους της χώρας. Τι μέτρα πρέπει να εκτελεσθούν άμεσα;
Η κλιματική αλλαγή είναι στενά συνυφασμένη με τους υδάτινους πόρους, με την πιο άμεση επίπτωση αυτήν της βροχόπτωσης. Η πρώτη ολοκληρωμένη μελέτη επιπτώσεων του κλίματος για την Ελλάδα δημοσιεύθηκε το 2011 από την Τράπεζα της Ελλάδος. Βάσει της μελέτης αυτής αναμένεται ότι μέχρι το τέλος του εικοστού πρώτου αιώνα η μείωση των επιπέδων βροχόπτωσης λόγω ανθρωπογενών παραγόντων θα είναι μεταξύ πέντε και δεκαεννέα τοις εκατό και η μέση θερμοκρασία αναμένεται να είναι τρεις με πέντε βαθμούς κελσίου υψηλότερη (σε σχέση με την περίοδο αναφοράς 1961-1990), με έντονες εποχιακές ανισότητες. Ταυτόχρονα οι περισσότερες περιοχές της Ελλάδας καταγράφουν αρνητικές τάσεις βροχοπτώσεων στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, οι οποίες και αναμένεται να συνεχιστούν, με ιδιαίτερη επίπτωση κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Το όλο αυτό σύστημα έχει άμεση επίπτωση στο ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας, καθώς λιγότερες βροχοπτώσεις, σε συνδυασμό με άνοδο της θερμοκρασίας, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε χαμηλότερη παραγωγή ενέργειας (International Energy Agency), με αύξηση του κινδύνου απειλής της προσφοράς ενέργειας. Επίσης έχουν εκτελεσθεί πειραματικά σενάρια μέσω μοντελοποίησης όπου όλα σχεδόν τα αποτελέσματα υποδεικνύουν για την Ελλάδα ένα σίγουρα θερμότερο και πιθανώς πιο ξηρό μέλλον. Οι αλλαγές αυτές προφανώς και δεν αφορούν μόνο στην κρίσιμη υποδομή της ενέργειας, αλλά έχουν επιπτώσεις σε όλο το οικοσύστημα (με κάποια συστήματα να είναι πιο επηρεασμένα, όπως π.χ. τα δάση), τον τουρισμό, την ενέργεια, και την πρωτογενή παραγωγή. Ταυτόχρονα ενέχουν αυξημένο κίνδυνο πυρκαγιών και πλημμυρών. Για όλα τα προαναφερθέντα θέματα θα πρέπει όπως έχουμε αναφέρει να υπάρχουν ολοκληρωμένα σχέδια μελέτης και δράσης, ώστε να μπορούν αντιμετωπιστούν, και αν όχι σε βάθος (καθώς προφανώς η κλιματική αλλαγή δεν αφορά μόνο σε μια χώρα αλλά όλον τον πλανήτη), έστω να ελαχιστοποιηθούν οι συνέπειές τους.
Πέτρος Ι. Σταυρουλάκης
Επίκουρος Καθηγητής Τμήματος Ναυτιλιακών Σπουδών Πανεπιστημίου Πειραιώς