Μια σειρά προτάσεων από Ρεπουμπλικάνους βουλευτές στις Ηνωμένες Πολιτείες επιδιώκει να ανατρέψει βασικά στοιχεία της περιβαλλοντικής πολιτικής που εισήγαγε η κυβέρνηση Μπάιντεν. Στο επίκεντρο του νέου σχεδίου βρίσκεται η σταδιακή κατάργηση φορολογικών κινήτρων και επιδοτήσεων που στηρίζουν την καθαρή ενέργεια, τα ηλεκτρικά οχήματα και τις επενδύσεις στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Οι αλλαγές εντάσσονται σε μια ευρύτερη προσπάθεια διαμόρφωσης ενός ομοσπονδιακού προϋπολογισμού πολλών τρισεκατομμυρίων δολαρίων, που ακολουθεί την οικονομική ατζέντα του Ντόναλντ Τραμπ. Σύμφωνα με το σχέδιο, η κατάργηση αυτών των μέτρων θα εξοικονομήσει περίπου 6,5 δισ. δολάρια, με τα περισσότερα κονδύλια να προέρχονται από το νομοθετικό πλαίσιο του Inflation Reduction Act (IRA), ορόσημο της περιβαλλοντικής στρατηγικής της προηγούμενης κυβέρνησης.
Η πρόταση περιλαμβάνει μεταξύ άλλων την ακύρωση κανονισμών της Υπηρεσίας Προστασίας του Περιβάλλοντος (EPA) που στοχεύουν στη μείωση εκπομπών οχημάτων από το 2027 και την ενίσχυση της γραφειοκρατικής ευκολίας για εξαγωγές υγροποιημένου φυσικού αερίου. Προβλέπεται ακόμη χρηματοδότηση άνω του 1,5 δισ. δολαρίων για την ενίσχυση του Στρατηγικού Αποθέματος Πετρελαίου.
Το σχέδιο αγγίζει επίσης τα 27 δισ. δολάρια του Ταμείου Μείωσης Εκπομπών, το οποίο βρίσκεται ήδη στο στόχαστρο για νομικές αμφισβητήσεις, και προτείνει την ανακατεύθυνση πόρων από προγράμματα που στηρίζουν την ενεργειακή μετάβαση σε ευάλωτες κοινότητες, σχολεία και λιμενικές εγκαταστάσεις.
Η Lena Moffitt, εκτελεστική διευθύντρια της οργάνωσης Evergreen Action, χαρακτήρισε τις προτάσεις αυτές «καταστροφικές», τονίζοντας ότι υπονομεύουν επενδύσεις που μειώνουν το ενεργειακό κόστος, ενισχύουν τη βιομηχανική παραγωγή και προωθούν την περιβαλλοντική ισότητα.
Σε μια περίοδο όπου η παγκόσμια οικονομία κινείται με γρήγορους ρυθμούς προς την καθαρή ενέργεια, μια τέτοια πολιτική αναδίπλωση από τις ΗΠΑ δεν είναι απλώς εσωτερική υπόθεση — στέλνει και διεθνώς σήμα αποστασιοποίησης από τον πράσινο μετασχηματισμό. Η πορεία προς τη βιωσιμότητα δεν είναι πλέον θέμα πολιτικής επιλογής αλλά στρατηγικής ανάγκης. Η απόφαση είναι: πρόοδος ή παλινδρόμηση.