Τα αυξημένα κόστη, η δυσκολία εύρεσης προσωπικού και η κλιματική αλλαγή αποτελούν τις βασικές προκλήσεις για τις επιχειρήσεις του λιανεμπορίου και των ταχυκίνητων καταναλωτικών αγαθών. Οι ελλείψεις προσωπικού είναι έντονες, ειδικά τους θερινούς μήνες, λόγω αυξημένων αναγκών και ανταγωνισμού με άλλους κλάδους. Το 77% των επιχειρήσεων δηλώνει κενές θέσεις εργασίας, ενισχύοντας την ανάγκη για σύγχρονες λύσεις προσέλκυσης και διακράτησης ταλέντου.
Σε αυτό το περιβάλλον, η τεχνητή νοημοσύνη εμφανίζεται ως εργαλείο βελτιστοποίησης, με εφαρμογές σε ανάλυση δεδομένων, πρόβλεψη ζήτησης, εξυπηρέτηση πελατών και εφοδιαστική αλυσίδα. Αν και πάνω από τις μισές επιχειρήσεις κάνουν ήδη χρήση σχετικών εργαλείων, η αξιοποίησή τους παραμένει περιορισμένη και επικεντρώνεται κυρίως στην πληροφορική και τη λήψη αποφάσεων.
Στον τομέα της βιωσιμότητας, οι επιχειρήσεις δείχνουν αυξανόμενο ενδιαφέρον για ενεργειακή αποδοτικότητα. Προτεραιότητα δίνεται στη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας, αλλά και σε επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές, όπως τα φωτοβολταϊκά. Παράλληλα, καταγράφεται πρόοδος στην ανακύκλωση, στη βιώσιμη εφοδιαστική αλυσίδα και στη μείωση της σπατάλης τροφίμων και νερού. Ωστόσο, η εκπαίδευση του προσωπικού σε πρακτικές ESG (Περιβάλλον, Κοινωνία, Διακυβέρνηση) παραμένει χαμηλά στην προτεραιοποίηση, δείχνοντας την ανάγκη για περαιτέρω πολιτική και οργανωτική ώθηση.
Η ενσωμάτωση της βιώσιμης ανάπτυξης στις λειτουργίες των επιχειρήσεων δεν είναι πλέον επιλογή, αλλά στρατηγική αναγκαιότητα. Η τεχνολογία, η υπεύθυνη διαχείριση πόρων και η ενδυνάμωση του ανθρώπινου δυναμικού μπορούν να αποτελέσουν πυλώνες προσαρμογής και ανθεκτικότητας σε ένα μεταβαλλόμενο περιβάλλον.