Παρά τη συνεχιζόμενη άνοδο στις τιμές ακινήτων και ενοικίων, η Τράπεζα της Ελλάδος επισημαίνει τις δομικές προκλήσεις που απειλούν τη βιωσιμότητα της αγοράς. Η προσφορά ποιοτικών και προσιτών κατοικιών παραμένει περιορισμένη, ενώ η οικοδομική δραστηριότητα δεν επαρκεί για να καλύψει τη ζήτηση, ιδίως από νέα και ευάλωτα νοικοκυριά.
Η αξία των διαμερισμάτων αυξήθηκε κατά 6,6% στο τέλος του 2024, με τη συνολική άνοδο από το 2017 να φτάνει πλέον το +73%. Παράλληλα, η επένδυση στην κατοικία κινείται μόλις στο 2,7% του ΑΕΠ, αρκετά κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Στα εμπορικά ακίνητα, οι αυξήσεις είναι επίσης έντονες, ειδικά σε περιοχές τουριστικού ενδιαφέροντος ή υψηλής προβολής, με τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις να αποκλείονται σταδιακά από χώρους με προσιτά ενοίκια.
Η Τράπεζα δεν εντοπίζει φαινόμενα «φούσκας», ωστόσο τονίζει ότι η στασιμότητα στην προσφορά και η μειωμένη προσβασιμότητα στη στέγη απειλούν την κοινωνική συνοχή και την ισορροπημένη αστική ανάπτυξη.
Η ενίσχυση της νέας οικοδομής και η προώθηση της προσιτής, ενεργειακά αποδοτικής κατοικίας αναδεικνύονται ως κρίσιμες παρεμβάσεις για τη βιώσιμη λειτουργία της αγοράς ακινήτων και τη διασφάλιση της ισότητας στην κατοίκηση.