Η νέα χρονιά ξεκίνησε με σημαντικές αυξήσεις στις ευρωπαϊκές τιμές του φυσικού αερίου, καθώς η Ευρώπη αντιμετωπίζει μια κρίσιμη ενεργειακή συγκυρία. Οι διακοπές στη ροή ρωσικού φυσικού αερίου μέσω Ουκρανίας, οι αυξημένες απαιτήσεις λόγω χειμερινών θερμοκρασιών και η στροφή προς το υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG) διαμορφώνουν ένα απαιτητικό σκηνικό για τις ενεργειακές αγορές.
Αύξηση τιμών φυσικού αερίου
Σύμφωνα με το Bloomberg, οι τιμές αναφοράς στην Ολλανδία (TTF) αυξήθηκαν έως και 4,3%, φτάνοντας τα 49,10 ευρώ ανά μεγάλη – το υψηλότερο επίπεδο από τον Οκτώβριο του 2023. στις ευρωπαϊκές αγορές, ενώ οι αποθήκες καυσίμων ήδη αδειάζουν με τον ταχύτερο ρυθμό από το 2021. Οι προμήθειες LNG προσφέρουν ανακούφιση, αλλά με υψηλότερο κόστος, κάτι που επηρεάζει άμεσα τις αγορές.
Η θέση της Ελλάδας
Η Ελλάδα παραμένει ανεπηρέαστη από τη διακοπή της ροής ρωσικού αερίου μέσω της Ουκρανίας, καθώς συνεχίζει να προμηθεύεται καύσιμο μέσω του αγωγού TurkStream. Παράλληλα, η δυνατότητα εισαγωγής LNG ενισχύεται με την έναρξη λειτουργίας του FSRU Αλεξανδρούπολης. Παρότι η χώρα διατηρεί ευελιξία στον ενεργειακό εφοδιασμό της, οι αυξήσεις τιμών στην Ευρώπη έχουν έμμεσες, κυρίως μέσω της διασυνοριακής εμπορίας ηλεκτρικής ενέργειας.
Συνέπειες για την ευρωπαϊκή αγορά
Η αντικατάσταση των ρωσικών ροών με LNG αυξάνει το κόστος για την Ευρώπη, ενώ οι αυξημένες ανάγκες θέρμανσης οδηγούν σε ταχύτερη άντληση καυσίμου από τις αποθήκες. Παρά τη βραχυπρόθεσμη επιχείρηση, οι υψηλές τιμές φυσικού αερίου καθιστούν δυσκολότερη την πλήρωση των αποθηκών για την επόμενη χειμερινή περίοδο. Οι ανατιμητικές πιέσεις επηρεάζουν και τις συνέπεια της ηλεκτρικής ενέργειας, με την αύξηση του κόστους παραγωγής από μονάδες αερίου.
Επιπτώσεις στην Ελλάδα
Οι αυξήσεις στις ευρωπαϊκές τιμές φυσικού αερίου θα επηρεάσουν έμμεσα τις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα, κυρίως μέσω εξαγωγών. Η επίδραση στις εγχώριες τιμές, τόσο του αερίου όσο και του ηλεκτρισμού, να αποτυπωθεί πλήρως από τον επόμενο μήνα, καθώς οι ανατιμητικές πιέσεις εντείνονται.
Η ενεργειακή αστάθεια υπογραμμίζει την ανάγκη για περαιτέρω διαφοροποίηση των πηγών ενέργειας, καθώς και για τη στρατηγική διαχείριση των αποθεμάτων και του κόστους τροφοδοσίας.