Γράφει ο Νικόλας Φαραντούρης
Γιατί παραμένει τόσο ακριβό το ηλεκτρικό ρεύμα (αλλά και τα πετρελαιοειδή) στην Ελλάδα σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Ενδεικτικά να σημειώσουμε ότι για το μήνα Φεβρουάριο του 2024 η τιμή της μεγαβατώρας στην Ελλάδα ήταν η δεύτερη υψηλότερη στην ΕΕ.
Οι παράγοντες που συμβάλλουν στις υψηλές τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος και εν τέλει στην ακρίβεια στη χώρα μας συνδέονται κυρίως με τις στρεβλές συνθήκες της αγοράς στην Ελλάδα και την απουσία ρυθμιστικής παρεμβασης και εποπτείας αλλά και με την υψηλή φορολόγηση, και λιγότερο με τη γεωπολιτική κατάσταση, τις εισαγωγές και το κόστος προστασίας του περιβάλλοντος.
Στη χώρα μας η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας είναι συγκεντρωμένη σε λίγες εταιρείες, κάτι το οποίο δεν συμβαίνει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Το μερίδιο της ΔΕΗ εξακολουθεί να είναι δυσανάλογα υψηλό σε σχέσεις με άλλους παραγωγούς και προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας. Οι υψηλές τιμές ενέργειας θα μπορούσαν να οδηγήσουν ταχύτερα μικρούς «παίχτες» της αγοράς προς την έξοδο και, επιπρόσθετα, καθιστούν την πρόσβαση νέων παραγωγών/παρόχων εξαιρετικά περιορισμένη. Η ελληνική αγορά επομένως εξακολουθεί να εμφανίζει ισχυρά ολιγοπωλιακά χαρακτηριστικά με υψηλή συγκέντρωση στα χέρια λίγων εταιρειών και, κατ’ επέκταση, ιδιαίτερα χαμηλό ανταγωνισμό. Σε συνδυασμό με αυτό, στην Ελλάδα, οι εταιρείες έχουν την ελευθερία να τροποποιούν τις συμβάσεις μετακυλίοντας το ενεργειακό κόστος προς τους καταναλωτές χωρίς τη συναίνεσή τους.
Το υψηλό ποσοστό του φυσικού αερίου στο μείγμα παραγωγής της ηλεκτρικής ενέργειας καθιστά την Ελλάδα ευάλωτη στις αυξομειώσης της τιμής του φυσικού αερίου. Η αύξηση της χονδρεμπορικής τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος στη χώρα μας οφείλεται κυρίως στην υψηλή αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου. Οι μονάδες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας που χρησιμοποιούν φυσικό αέριο επιβαρύνονται με υψηλότερο κόστος καυσίμου σε σύγκριση με άλλες χώρες και αυτό οδηγεί σε υψηλότερες τιμολογήσεις ηλεκτρικής ενέργειας σε καταναλωτές και επιχειρήσεις. Στην Ελλάδα, η αγορά φυσικού αερίου χαρακτηρίζεται ως “ρηχή”, και οι τιμές του καθορίζονται εκ των προτέρων (ex ante), βασιζόμενες στον μέσο όρο του προηγούμενου μήνα. Αυτό σημαίνει ότι οι παραγωγοί επιβαρύνονται με πρόσθετο κόστος καυσίμου, κάτι που δεν συμβαίνει στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές αγορές, όπου οι τιμές διαμορφώνονται με βάση την spot αγορά. Επίσης, η χαμηλή αποσπασματική και χωρίς σχεδιασμό αλλαγή του μείγματος παραγωγής και η περιορισμένη δυνατότητα ορισμού τιμών από τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) συμβάλλουν στην υψηλή τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος. Ακόμη και αν ήθελε η Ελλάδα να ακολουθήσει το ευρωπαϊκό μοντέλο τιμολόγησης του φυσικού αερίου, οι τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος θα παρέμεναν υψηλές λόγω του αυξημένου ποσοστού φυσικού αερίου στο μείγμα παραγωγής και ελλείψη ρυθμιστικής παρέμβασης απ’ την πολιτεία, όπως έκαναν άλλες χώρες τς Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εν κατακλείδι, η διαμόρφωση του κόστους ρεύματος στη χονδρεμπορική αγορά της Ελλάδας, που αποτελεί τη βάση για τη διαμόρφωση της λιανικής τιμής που πληρώνουν νοικοκυριά και επιχειρήσεις, αλλά και το κόστος των πετρελαιοειδών, επηρεάζεται από σημαντικές στρεβλώσεις στην αγορά και απ’ την απουσία σοβαρής κρατικής παρέμβασης.
Να σημειωθεί επίσης ότι οι λογαριασμοί ρεύματος στην Ελλάδα περιλαμβάνουν χρεώσεις που δεν σχετίζονται με την ενέργεια, όπως οι έμμεση φόροι και τέλη, η τηλεόραση και τα δημοτικά τέλη. Η μείωση και εξάλειψη αυτών των πρόσθετων χρεώσεων από τους λογαριασμούς ενέργειας σε συνδυασμό με σοβαρή ρυθμιστική και ελεγκτική παρέμβαση μπορεί να μειώσει σοβαρά τις υψηλές τιμές στη χώρα.