Η εκτόξευση της δαπάνης για διαγνωστικές εξετάσεις και οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν ο ΕΟΠΥΥ αναδεικνύουν κρίσιμα ζητήματα για τη βιωσιμότητα του συστήματος υγείας. Το 2024, η δαπάνη να φτάσει τα 900 εκατ. ευρώ, ποσό διπλάσιο από εκείνο του 2016, ενώ ο αριθμός των εξετάσεων θα προσεγγίσει τα 170 εκατομμύρια. Η βιώσιμη ανάπτυξη του υγειονομικού τομέα προϋποθέτει τη διατήρηση της ποιότητας των υπηρεσιών, την ασφάλεια των οικονομικών πόρων και τη δίκαιη κατανομή των παροχών.
Οι Δυναμικές που Επηρεάζουν τη Ζήτηση
Η αύξηση της ζήτησης για εξετάσεις αποδίδεται σε παράγοντες όπως:
- Γήρανση του πληθυσμού : Αυξημένα περιστατικά χρόνων νοσημάτων απαιτούν περισσότερες διαγνωστικές υπηρεσίες.
- Έμφαση στην προληπτική ιατρική : Η αλλαγή νοοτροπίας προς την έγκαιρη διάγνωση ενισχύει τη χρήση εξετάσεων.
- Εμπειρία από την πανδημία COVID-19 : Η σημασία των διαγνώσεων για λοιμώδη νοσήματα παραμένει υψηλή.
Χρηματοδοτικοί Περιορισμοί και Στρατηγικές
Παρά την αυξημένη δαπάνη, ο κλειστός προϋπολογισμός του ΕΟΠΥΥ περιορίζει τις αποζημιώσεις, επιβαρύνοντας τους παρόχους με clawback και rebate. Αυτό οδηγεί σε μείωση εσόδων και απώλειες στον τομέα των διαγνωστικών εξετάσεων, όπως:
- Υποβάθμιση της ποιότητας των υπηρεσιών.
- Δραματική μείωση του ιατρικού δυναμικού.
- Ελλείψεις σε καινοτόμες τεχνολογίες διάγνωσης.
Για τη μετάβαση σε ένα βιώσιμο σύστημα πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, η εφαρμογή πολυδιάστατων μέτρων:
- Ορθολογική χρήση διαγνωστικών εξετάσεων μέσω πρωτοκόλλων και κανόνων παραπομπής.
- Ανακατανομή πόρων για την κάλυψη γεωγραφικών ανισοτήτων.
- Αναθεώρηση τιμολογιακής πολιτικής για δίκαιη αποζημίωση.
- Επένδυση στην πρόληψη για μακροπρόθεσμη μείωση της δαπάνης υγείας.
Η ισορροπία μεταξύ κόστους και ποιότητας αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση για ένα υγειονομικό σύστημα που προάγει την ευημερία της κοινωνίας και εναρμονίζεται με τις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης