Η αίσθηση του γήρατος διαφέρει από άτομο σε άτομο, είτε φτάνουμε στα 60, στα 70 είτε στα 80. Ωστόσο, μια νέα μελέτη αποκαλύπτει ότι ο εγκέφαλός μας περνάει τρεις διακριτές «κορυφές γήρανσης» κατά τη διάρκεια της ζωής μας. Αυτά τα ευρήματα, εκτός από την κατανόηση της ανθρώπινης βιολογίας, ενισχύουν τη σημασία της σύνδεσης της υγείας με τη βιώσιμη ανάπτυξη.
Ερευνητές εντόπισαν 13 πρωτεΐνες που φαίνεται να παίζουν καθοριστικό ρόλο στη γήρανση του ανθρώπινου εγκεφάλου, με τα ευρήματά τους να δημοσιεύονται στο Nature Aging. Στόχος τους ήταν να κατανοήσουν βαθύτερα τους μηχανισμούς γήρανσης, ειδικά καθώς οι νευροεκφυλιστικές ασθένειες, όπως η άνοια, γίνονται όλο και πιο συχνές με την πάροδο της ηλικίας, ενώ οι διαθέσιμες θεραπείες είναι περιορισμένες. Η κατανόηση αυτή είναι κρίσιμη για τη δημιουργία κοινωνιών που προάγουν την ευημερία σε όλες τις ηλικίες, ένα βασικό στόχο της Βιώσιμης Ανάπτυξης (Στόχος 3: Καλή Υγεία και Ευημερία).
Η μελέτη βασίστηκε σε δεδομένα πολυτροπικής εγκεφαλικής απεικόνισης από 10.949 υγιείς ενήλικες ηλικίας 45 έως 82 ετών, καθώς και στην ανάλυση περίπου 3.000 πρωτεϊνών στο πλάσμα του αίματος σχεδόν 5.000 άτομα από τη βάση δεδομένων UK Biobank. Αυτή η ανάλυση μπορεί να καθοδηγήσει την ανάπτυξη προληπτικών μέτρων και θεραπευτικών στρατηγικών που μειώνουν το κόστος της υγειονομικής περίθαλψης, υποστηρίζοντας ταυτόχρονα τις κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες για βιώσιμη πρόοδο.
Ανάμεσα στις πρωτεΐνες που ξεχώρισαν, η πρωτεΐνη Brevican, σχετιζόμενη με το κεντρικό νευρικό σύστημα, συνδέθηκε με άνοια, εγκεφαλικά επεισόδια και κινητικές δυσλειτουργίες. Μια άλλη πρωτεΐνη, η GDF15, φάνηκε επίσης να συσχετίζεται με παθήσεις που σχετίζονται με τη γήρανση. Αυτές οι ανακαλύψεις υπογραμμίζουν την ανάγκη ενσωμάτωσης καινοτόμων τεχνολογιών υγείας στις πολιτικές βιώσιμης ανάπτυξης, ενισχύοντας την πρόληψη και την ανθεκτικότητα έναντι χρόνιων ασθενειών.
Η σύνδεση της επιστημονικής έρευνας με τις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης μπορεί να ενισχύσει την ποιότητα ζωής των ηλικιωμένων, να μειώσει τις κοινωνικές ανισότητες και να προωθήσει περιβαλλοντικά φιλικές πρακτικές στην υγειονομική περίθαλψη. Με βάση τα ευρήματα αυτής της μελέτης, είναι σημαντικό να επενδύσουμε σε συστήματα που ενισχύουν τη διάγνωση και τη θεραπεία, προστατεύοντας παράλληλα τους φυσικούς πόρους και διασφαλίζοντας τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της κοινωνίας.