«Έχουμε κτίσει και οργανώσει τη χώρα για ένα κλίμα που δεν υπάρχει πια», επισημαίνει ο καθηγητής Φυσικής Περιβάλλοντος και Κλίματος του ΕΚΠΑ, Κώστας Καρτάλης, μέλος της Επιστημονικής Επιτροπής της Ε.Ε. για την κλιματική αλλαγή. Μιλώντας στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων με αφορμή το 10ο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών, ο κ. Καρτάλης κρούει τον κώδωνα του κινδύνου: η χώρα χρειάζεται άμεσα ριζικές αναδιαρθρώσεις σε όλους τους παραγωγικούς τομείς για να αποκτήσει ανθεκτικότητα απέναντι στα νέα κλιματικά δεδομένα.
Η πολιτική βούληση, αν και υπαρκτή, δεν μεταφράζεται πάντοτε σε οργανωμένα και αποτελεσματικά σχέδια. Οι καθυστερήσεις, τόσο σε επίπεδο πρόληψης όσο και αποκατάστασης, είναι συχνό φαινόμενο. Σε μια περίοδο όπου τα ακραία καιρικά φαινόμενα γίνονται όλο και πιο συχνά και έντονα, οι παρεμβάσεις οφείλουν να είναι μεγάλες, κεντρικά σχεδιασμένες και με διάρκεια που ξεπερνά τους εκλογικούς κύκλους, ώστε να διασφαλίζεται η βιωσιμότητα και η ανθεκτικότητα στο χρόνο.
Οι τομείς που ευθύνονται για τις αυξημένες εκπομπές αερίων θερμοκηπίου —βιομηχανία, μεταφορές, παραγωγή ενέργειας, κτήρια— πρέπει να ενσωματώσουν τεχνικές και τεχνολογίες που μειώνουν τις εκπομπές και να επιταχύνουν τη μετάβαση στην πράσινη ενέργεια. Η βιώσιμη ανάπτυξη σε αυτούς τους τομείς δεν είναι πλέον επιλογή, αλλά αναγκαιότητα.
Παράλληλα, η ατομική συμβολή είναι καθοριστική. Αλλαγές στις καθημερινές καταναλωτικές συνήθειες, όπως η εξοικονόμηση ενέργειας, η προτίμηση σε ανανεώσιμες πηγές, η στροφή προς την ηλεκτροκίνηση και τα μέσα μαζικής μεταφοράς, καθώς και η μείωση της σπατάλης τροφίμων, μπορούν να ενισχύσουν τη συλλογική προσπάθεια.
Ιδιαίτερα στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου, τα φαινόμενα γίνονται πιο ακραία: καύσωνες με μεγαλύτερη διάρκεια και ένταση, αύξηση της θερμοκρασίας με ρυθμούς ταχύτερους από άλλες γεωγραφικές περιοχές, ξηρασία, δασικές πυρκαγιές και, αμέσως μετά, έντονες πλημμύρες. Η αύξηση της θερμοκρασίας της θάλασσας κατά 0,5 βαθμούς Κελσίου ανά δεκαετία επιδεινώνει περαιτέρω την κατάσταση, καθιστώντας ακόμη πιο επείγουσα την ανάγκη για δράση.
Η βιώσιμη ανάπτυξη, επομένως, πρέπει να τεθεί στο επίκεντρο κάθε σχεδιασμού: όχι ως θεωρητική επιδίωξη, αλλά ως πρακτική και άμεση απάντηση στις κλιματικές προκλήσεις που ήδη βιώνουμε. Η Ελλάδα καλείται να επενδύσει στη δημιουργία ενός ανθεκτικού μέλλοντος, βασισμένου στην αρμονία με το περιβάλλον και στην υπεύθυνη διαχείριση των πόρων της.