Ορατός και αυξανόμενος είναι ο κίνδυνος εκτεταμένων πυρκαγιών στις σύγχρονες μητροπόλεις, ανάμεσά τους και η Αθήνα, σύμφωνα με πρόσφατο ρεπορτάζ των Financial Times. Η νέα πραγματικότητα της κλιματικής κρίσης μετατρέπει τις πόλεις σε «εύφλεκτες ζώνες», με την άνοδο της θερμοκρασίας και τις άναρχες επεκτάσεις να επιτείνουν το πρόβλημα.
Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα της μεγάλης φωτιάς που εκδηλώθηκε το καλοκαίρι του 2024 στην Αττική, φτάνοντας μέχρι το Πάτημα Χαλανδρίου. Αν και οι άνεμοι δεν λειτούργησαν καταλυτικά στην εξάπλωση της πυρκαγιάς, η εικόνα θύμισε το παρελθόν. Ο Τόμας Σμιθ, αναπληρωτής καθηγητής Περιβαλλοντικής Γεωγραφίας στο LSE, υπογράμμισε ότι η απουσία ισχυρών ανέμων ήταν ίσως ο λόγος που η φωτιά δεν μετατράπηκε σε ανεξέλεγκτη καταστροφή.
Από την πλευρά του, ο Κώστας Λαγουβάρδος του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, βίωσε την απειλή από κοντά, όταν η φωτιά πλησίασε επικίνδυνα στις επιστημονικές εγκαταστάσεις. Παρά την επιτυχή παρέμβαση των πυροσβεστικών δυνάμεων, η γύρω περιοχή υπέστη σοβαρές ζημιές και καταγράφηκε μία ανθρώπινη απώλεια.
Η αυξανόμενη συχνότητα και ένταση των πυρκαγιών δεν είναι φαινόμενο μεμονωμένο. Πόλεις όπως το Σίδνεϊ, το Λος Άντζελες και η Βαλένθια συγκαταλέγονται επίσης στις πλέον ευάλωτες περιοχές, λόγω των γεωγραφικών και κλιματικών χαρακτηριστικών τους. Τα φαινόμενα της υπερθέρμανσης του πλανήτη καθιστούν πιθανές όχι μόνο τις πυρκαγιές, αλλά και αλληλένδετα καταστροφικά φαινόμενα όπως οι πλημμύρες, δημιουργώντας έναν επικίνδυνο κύκλο.
Η Αθήνα έχει ήδη βιώσει τραγικές στιγμές, με πιο χαρακτηριστική την πυρκαγιά του 2018 που ξεκίνησε από την Πεντέλη και στοίχισε τη ζωή σε 103 ανθρώπους στο Μάτι. Σήμερα, τα προγνωστικά μοντέλα κάνουν λόγο για μέχρι και 40 επιπλέον ημέρες ακραίας ζέστης (άνω των 35°C) ετησίως έως το 2050, εάν δεν ληφθούν επαρκή μέτρα για τον περιορισμό των εκπομπών.
Ένας επιπλέον παράγοντας κινδύνου είναι η ανεξέλεγκτη επέκταση του αστικού ιστού προς τις δασικές περιοχές, δημιουργώντας τις λεγόμενες «διεπιφάνειες» — σημεία επαφής μεταξύ φυσικού περιβάλλοντος και κατοικιών. Σε αυτά τα σημεία, η ανθρώπινη δραστηριότητα μπορεί εύκολα να προκαλέσει πυρκαγιά, ενώ η αυξημένη πυκνότητα πληθυσμού ενισχύει τις επιπτώσεις.
Το φαινόμενο αυτό είναι παγκόσμιο: αν και αυτές οι διεπιφάνειες καλύπτουν μόλις το 4,7% της ξηράς, φιλοξενούν σχεδόν το μισό του παγκόσμιου πληθυσμού. Επιπλέον, η εγκατάλειψη της παραδοσιακής γεωργίας και της βόσκησης έχει οδηγήσει στη συσσώρευση ξερής βλάστησης —μια ιδανική καύσιμη ύλη για την εξάπλωση των πυρκαγιών.
Ο κίνδυνος είναι πλέον ξεκάθαρος: η προστασία των πόλεων από φυσικές καταστροφές δεν είναι ζήτημα μελλοντικό αλλά απόλυτα επίκαιρο. Οι πολιτικές πρόληψης, η ενίσχυση των υποδομών και η ενεργή συμμετοχή των πολιτών μπορούν να κάνουν τη διαφορά.