Το πρώτο τρίμηνο του 2025 σηματοδότησε μια από τις πιο απότομες πτωτικές τάσεις για τα αμοιβαία κεφάλαια που σχετίζονται με τη βιωσιμότητα στην Ευρώπη, με τα υπό διαχείριση περιουσιακά στοιχεία (AUM) να μειώνονται κατά περίπου 1 τρισεκατομμύριο ευρώ. Η εξέλιξη αυτή αποδίδεται σε ένα συνδυασμό παραγόντων, κυρίως την πτώση στις αγορές και τις αυξημένες εξαγορές από κεφάλαια υψηλών προδιαγραφών βιωσιμότητας (άρθρο 9), καθώς και στην επίδραση των νέων κανόνων επισήμανσης βιώσιμων επενδύσεων.
Η σχετική έκθεση της LSEG Lipper καταγράφει μείωση του συνολικού AUM στα κεφάλαια του άρθρου 8 από 8,03 τρισ. ευρώ σε 7,07 τρισ. ευρώ. Σημαντικότερη ήταν η πτώση στα κεφάλαια του άρθρου 9 — τα οποία εφαρμόζουν τα αυστηρότερα κριτήρια βιωσιμότητας — με τα περιουσιακά στοιχεία να μειώνονται από 344,89 δισ. ευρώ σε 251,1 δισ. ευρώ. Ιδιαίτερα επηρεασμένα ήταν τα μετοχικά κεφάλαια του άρθρου 9, που απώλεσαν το ένα τρίτο σχεδόν του AUM τους.
Παρά τη γενική κάμψη, τα ομολογιακά κεφάλαια του άρθρου 8 σημείωσαν θετικές καθαρές ροές ύψους 41,27 δισ. ευρώ, ενώ τα κεφάλαια χρηματαγοράς και βιώσιμων ευρωπαϊκών μετοχών ακολούθησαν με καθαρές εισροές. Αντιθέτως, κεφάλαια με επίκεντρο τις ΗΠΑ και τις εναλλακτικές πηγές ενέργειας κατέγραψαν καθαρές εκροές, εν μέσω πιέσεων λόγω αυξημένων επιτοκίων και μεταβλητότητας στην αγορά.
Η τάση αυτή επιταχύνθηκε από την εφαρμογή των νέων οδηγιών της ESMA (Ευρωπαϊκής Αρχής Κινητών Αξιών και Αγορών) για τις ονομασίες των βιώσιμων προϊόντων. Οι αυστηρότερες απαιτήσεις για τη χρήση όρων σχετικών με ESG και βιώσιμη ανάπτυξη έχουν ωθήσει αρκετούς διαχειριστές να αναθεωρήσουν ή να αποσύρουν τις σχετικές ενδείξεις από τα προϊόντα τους. Από τον Ιανουάριο του 2024 έως τον Απρίλιο του 2025, σχεδόν 400 κεφάλαια προσέθεσαν ESG χαρακτηριστικά, αλλά πάνω από 750 απέσυραν τέτοιους όρους, σύμφωνα με την ίδια πηγή.
Τα δεδομένα αναδεικνύουν την ισχυρή επίδραση της ρυθμιστικής πολιτικής στην πορεία των κεφαλαίων βιωσιμότητας, θέτοντας ταυτόχρονα υπό εξέταση τη σταθερότητα και τη διαφάνεια των επενδυτικών στρατηγικών που επιδιώκουν να ευθυγραμμιστούν με τους στόχους της πράσινης μετάβασης. Η συγκράτηση των φαινομένων «πράσινου ξεπλύματος» (greenwashing) παραμένει προτεραιότητα, αλλά εγείρει προκλήσεις για την καθιέρωση αξιόπιστων, λειτουργικών επενδυτικών μηχανισμών που υποστηρίζουν έμπρακτα τη βιώσιμη ανάπτυξη.