Η θέρμανση και η ψύξη των κτηρίων αντιπροσωπεύουν περίπου το 50% της συνολικής ενεργειακής κατανάλωσης στην Ευρώπη, καθιστώντας τον τομέα αυτόν κρίσιμο για την επίτευξη των στόχων βιώσιμης ανάπτυξης και ενεργειακής μετάβασης. Το 2023, το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στις εφαρμογές θέρμανσης και ψύξης στην ΕΕ αυξήθηκε στο 26,2%, το υψηλότερο ποσοστό που έχει καταγραφεί από το 2004, όταν ανερχόταν μόλις στο 11,7%.
Η ανοδική αυτή τάση συνεχίζεται σταθερά, με αύξηση 1,2 ποσοστιαίων μονάδων σε σχέση με το 2022. Οι τεχνολογίες που χρησιμοποιούνται περιλαμβάνουν κυρίως τη βιομάζα, τις αντλίες θερμότητας και, σε ορισμένες περιπτώσεις, γεωθερμικά και ηλιακά συστήματα.
Στην κορυφή της σχετικής κατάταξης για το 2023 βρέθηκε η Σουηδία, όπου το 67,1% της ενέργειας για θέρμανση και ψύξη προήλθε από ανανεώσιμες πηγές, ακολουθούμενη από την Εσθονία (66,7%) και τη Λετονία (61,4%). Στον αντίποδα, τα χαμηλότερα ποσοστά καταγράφηκαν στην Ιρλανδία (7,9%), στην Ολλανδία (10,2%) και στο Βέλγιο (11,3%).
Συνολικά, 21 κράτη-μέλη της ΕΕ παρουσίασαν αύξηση στο μερίδιο ανανεώσιμων πηγών ενέργειας για θέρμανση και ψύξη σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Ιδιαίτερη πρόοδος σημειώθηκε στην Αυστρία (+8,1 ποσοστιαίες μονάδες), τη Μάλτα (+7,5) και την Ελλάδα (+4,9).
Τα στοιχεία αυτά αναδεικνύουν τη σημασία της ενίσχυσης των βιώσιμων τεχνολογιών στον κτιριακό τομέα, ο οποίος αποτελεί έναν από τους βασικότερους μοχλούς για την επίτευξη των κλιματικών στόχων της ΕΕ. Η συνεχής αύξηση του μεριδίου των ΑΠΕ σε θέρμανση και ψύξη αποτελεί κρίσιμο βήμα για τη μείωση των εκπομπών και την ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο.