Η υπόθεση των αγροτικών επιδοτήσεων αποκαλύπτει όχι μόνο οικονομικές ατασθαλίες, αλλά τη βαθιά αποτυχία ενός μοντέλου που ενθάρρυνε την εξάρτηση και αποθάρρυνε την πρόοδο.
Τους τελευταίους μήνες, η δημόσια συζήτηση γύρω από τον ΟΠΕΚΕΠΕ και τις αγροτικές επιδοτήσεις κυριαρχείται από τα πρόστιμα των 400 εκατ. ευρώ και τις καταγγελίες για παρατυπίες στις δηλώσεις εκμεταλλεύσεων και βοσκοτόπων. Η οργή είναι εύλογη. Όμως το μεγαλύτερο σκάνδαλο δεν είναι λογιστικό. Είναι δομικό, διαχρονικό και κοινωνικά εκρηκτικό: η Ελλάδα κατάφερε να μετατρέψει ένα από τα πιο γενναιόδωρα συστήματα στήριξης της γεωργίας στον κόσμο σε μηχανισμό εφησυχασμού και αποανάπτυξης.
Ο ΟΠΕΚΕΠΕ, διαχειρίζεται ετησίως περίπου 3 δισ. ευρώ — σχεδόν το 1,5% του ΑΕΠ και πάνω από το 50% του αγροτικού εισοδήματος. Αντί όμως αυτά τα χρήματα να επενδυθούν στρατηγικά σε εξειδίκευση, υποδομές, αναδιάρθρωση και παραγωγικότητα, κατέληξαν, επί δεκαετίες, να λειτουργούν ως σταθερό εισόδημα επιβίωσης για παραγωγούς, πολλοί εκ των οποίων είχαν ελάχιστη ή και μηδενική σχέση με ενεργή, ανταγωνιστική γεωργική δραστηριότητα.
Για χιλιάδες αγρότες – ή καλύτερα, δικαιούχους επιδοτήσεων – το ετήσιο ποσό των 15.000 έως 40.000 ευρώ, τους κατέστησε ουσιαστικά εισοδηματίες. Με αυτά τα χρήματα εξασφάλιζαν τα βασικά, χωρίς να επενδύουν, να εκσυγχρονίζουν ή να αλλάζουν καλλιέργειες. Στην πράξη, η δημιουργική γεωργία μετατράπηκε σε διαχειριστική διεκπεραίωση επιδότησης.
Η πολιτεία, από τη δική της πλευρά, επέλεξε να προστατεύει το σύστημα — όχι να το διορθώνει. Οι αλλαγές στην ΚΑΠ αντιμετωπίζονταν ως απειλή και όχι ως ευκαιρία. Η περίφημη “τεχνική λύση” για τη συσχέτιση βοσκοτόπων με κοπάδια αποδείχθηκε τελικά πολιτικό άλλοθι παράγεωργικού σχεδιασμού, με τη φαντασία να ξεπερνά ακόμη και τα όρια του Χόλιγουντ: κτηνοτρόφοι «που έβοσκαν» στην Πίνδο, ενώ ζούσαν στην Κρήτη.
Όλο αυτό το διάστημα, κανείς δεν μίλησε ξεκάθαρα: ότι η ΚΑΠ αλλάζει, ότι τα κονδύλια σταδιακά μειώνονται, ότι η νέα αρχιτεκτονική ενισχύει όσους επενδύουν στο περιβάλλον, στην καινοτομία, στην προστιθέμενη αξία. Το κράτος επέλεξε την εύκολη διαχείριση των πόρων για να διατηρήσει την “εικόνα απορρόφησης”, χωρίς να θέσει πραγματικά κριτήρια για την παραγωγική αναγέννηση της υπαίθρου.
Το αποτέλεσμα; Μια ύπαιθρος γερασμένη, χωρίς ανθρώπους, χωρίς διαδοχή, με εγκαταλελειμμένα χωράφια και άδεια καφενεία. Ναι, υπάρχουν φωτεινά παραδείγματα παραγωγών και ομάδων που εξάγουν, καινοτομούν, επενδύουν. Αλλά είναι εξαιρέσεις — όχι κανόνας. Το ελληνικό αγροτικό χαρτοφυλάκιο διαθέτει μερικά από τα ισχυρότερα διατροφικά προϊόντα παγκοσμίως: ελαιόλαδο, φέτα, ακτινίδιο, ροδάκινο. Και όμως, ορίζουμε την τιμή του σιταριού από τη Φότζια.
Η Ευρωπαία Εισαγγελέας ορθά διερευνά την εφαρμογή των νόμων. Αλλά η πολιτική και κοινωνική συνενοχή στο μοντέλο αυτό δεν μπορεί να κρυφτεί πίσω από νομικές πτυχές. Η καταστροφή δεν είναι μόνο οικονομική. Είναι πολιτισμική, αναπτυξιακή και ηθική: δημιουργήσαμε ένα σύστημα που αποθάρρυνε την παραγωγή, ενίσχυσε τη στασιμότητα και τιμώρησε την προσπάθεια.
Αντί επιλόγου:
Η πραγματική απώλεια δεν είναι τα πρόστιμα. Είναι τα χρόνια που χάσαμε και οι άνθρωποι που φύγανε. Η Ελλάδα θα μπορούσε, με τα διαθέσιμα ευρωπαϊκά κεφάλαια, να έχει δημιουργήσει ένα γεωργικό θαύμα. Αντ’ αυτού, επιδότηση μετ’ επαναπαύσεως.
Και το ερώτημα που παραμένει σήμερα πιο επίκαιρο από ποτέ:
Ποιος θα δικάσει αυτό το σκάνδαλο των 25 ετών;