Καθώς η παγκόσμια μετάβαση προς την «πράσινη» ενέργεια επιταχύνεται, αυξάνεται και η ζήτηση για σπάνιες γαίες και κρίσιμα ορυκτά, τα οποία είναι απαραίτητα για τις τεχνολογίες καθαρής ενέργειας. Στο πλαίσιο αυτό, η εξόρυξη βαθέων υδάτων —η εξαγωγή μεταλλευμάτων από τον πυθμένα των ωκεανών— εξελίσσεται σε διεθνή περιβαλλοντική διαμάχη.
Η Διεθνής Αρχή για τον Βυθό της Θάλασσας (ISA) αναμένεται να αποφασίσει μέσα στο 2025 για το ρυθμιστικό πλαίσιο που θα επιτρέψει την έναρξη εξορύξεων σε ανοιχτές θάλασσες, περιοχές πέραν της εθνικής δικαιοδοσίας. Ενώ κάποιες χώρες και εταιρείες πιέζουν για άμεση εκμετάλλευση, αυξάνονται οι φωνές υπέρ ενός παγκόσμιου μορατόριουμ, επικαλούμενες τους κινδύνους για τη θαλάσσια ζωή και τη συνολική υγεία του πλανήτη.
Η τεχνολογία προβλέπει τη χρήση υποβρύχιων εξορυκτικών οχημάτων σε βάθη 4.000–6.000 μέτρων, για την άντληση πολυμεταλλικών οζιδίων, κρούστων κοβαλτίου και σουλφιδίων. Όμως, το κόστος για τα ευαίσθητα και ανεξερεύνητα οικοσυστήματα του βυθού είναι εξαιρετικά υψηλό: απώλεια ενδιαιτημάτων, απελευθέρωση τοξικών ουσιών, ηχορύπανση και αλλοίωση διαδικασιών παραγωγής οξυγόνου.
Ειδικοί τονίζουν πως ο βαθύς ωκεανός παραμένει ένα από τα λιγότερο γνωστά μέρη του πλανήτη, αλλά είναι απολύτως κρίσιμος για τη ρύθμιση του παγκόσμιου κλίματος και του κύκλου του άνθρακα. Η εκμετάλλευσή του χωρίς πλήρη γνώση και σαφές νομικό πλαίσιο μπορεί να αντιστρέψει τις ίδιες τις προσπάθειες της ανθρωπότητας για κλιματική ουδετερότητα.
Καθώς πληθαίνουν οι προειδοποιήσεις επιστημονικών φορέων, η συζήτηση δεν είναι πλέον αν θα εξορύξουμε, αλλά πότε, πώς και αν μπορούμε να το κάνουμε χωρίς να διακινδυνεύσουμε την ίδια τη θαλάσσια ζωή και τη βιώσιμη ισορροπία του πλανήτη.