Η υιοθέτηση του Παγκόσμιου Πλαισίου για τη Βιοποικιλότητα (Kunming-Montreal GBF) στα τέλη του 2022 αποτέλεσε ορόσημο για την παγκόσμια περιβαλλοντική διακυβέρνηση. Ωστόσο, πολύ πριν τη θεσμική αυτή εξέλιξη, ο χρηματοπιστωτικός τομέας είχε ήδη ξεκινήσει να εξετάζει πώς η απώλεια της φύσης μεταφράζεται σε συστημικό οικονομικό κίνδυνο.
Καθώς περισσότεροι οργανισμοί εμβαθύνουν στην αλληλεξάρτηση μεταξύ οικονομίας και οικοσυστημάτων, γίνεται πλέον σαφές πως πάνω από το 50% του παγκόσμιου ΑΕΠ εξαρτάται άμεσα από φυσικά συστήματα – όπως τα δάση, τα ύδατα, τα εδάφη και η βιοποικιλότητα. Αυτή η εξάρτηση σημαίνει ότι η υποβάθμιση της φύσης δεν είναι απλώς περιβαλλοντικό ζήτημα, αλλά χρηματοοικονομικός κίνδυνος πρώτης γραμμής.
Οι τράπεζες εξετάζουν την εξάρτηση των χαρτοφυλακίων τους από τη φύση
Στη Νοτιοανατολική Ασία, μια περιοχή ιδιαίτερα πλούσια σε βιοποικιλότητα αλλά ταυτόχρονα και ευάλωτη σε περιβαλλοντικές πιέσεις, διεξάγεται μια σημαντική πιλοτική μελέτη. Στόχος είναι η κατανόηση του πώς η φύση επηρεάζει την πιστοληπτική αξιολόγηση δανείων και επενδύσεων, ιδίως σε τομείς με έντονη περιβαλλοντική εξάρτηση, όπως η γεωργία και η παραγωγή τροφίμων.
Μέσω εργαλείων χαρτογράφησης περιβαλλοντικών κινδύνων, όπως το ENCORE, οι αναλυτές εντοπίζουν τις περιοχές και τους τομείς όπου η υποβάθμιση των φυσικών πόρων —π.χ. η υποβάθμιση εδάφους, η αποδάσωση ή η λειψυδρία— μπορεί να προκαλέσει πιστωτικές απώλειες, αθετήσεις υποχρεώσεων και επενδυτική αστάθεια.
Ο τομέας των τροφίμων και της γεωργίας ως επίκεντρο του κινδύνου
Η γεωργία αντιπροσωπεύει σημαντικό ποσοστό του ΑΕΠ σε πολλές οικονομίες της περιοχής και παρουσιάζει υψηλό βαθμό τρωτότητας στην περιβαλλοντική αποσταθεροποίηση. Η πιλοτική ανάλυση περιλαμβάνει σενάρια όπως η αποψίλωση, η αλλαγή χρήσεων γης, η υποβάθμιση των υδάτινων πόρων και η ακραία ξηρασία, που μπορούν να επηρεάσουν άμεσα την παραγωγικότητα και κατ’ επέκταση την εξυπηρέτηση δανείων.
Η περίπτωση της παραγωγής φοινικελαίου αποτέλεσε χαρακτηριστικό παράδειγμα για τη σύνδεση μεταξύ φυσικών απειλών και χρηματοοικονομικής τρωτότητας. Η ανάλυση έδειξε ότι οι δραστηριότητες που εντοπίζονται στην αρχή της παραγωγικής αλυσίδας είναι πιο εκτεθειμένες – ιδίως όταν συνδέονται με ευαίσθητα οικοσυστήματα.
Από τον κίνδυνο στην επένδυση: η φύση ως ευκαιρία
Η προστασία και αποκατάσταση της φύσης δεν είναι μόνο ένας τρόπος διαχείρισης κινδύνου. Είναι επίσης μια ευκαιρία για τη δημιουργία μακροπρόθεσμης αξίας, τη στήριξη της βιώσιμης ανάπτυξης και την ενίσχυση της ανθεκτικότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Η εξέλιξη της συζήτησης θυμίζει σε μεγάλο βαθμό την πορεία που ακολούθησε το κλίμα: από μια θεωρητική απειλή σε μια επενδυτική παράμετρο με συγκεκριμένα εργαλεία αξιολόγησης και στόχους μετάβασης. Το ίδιο αρχίζει να ισχύει και για τη βιοποικιλότητα, καθώς η ενσωμάτωση φυσικών κριτηρίων στις επενδυτικές στρατηγικές καθίσταται απαραίτητη.
Η ανάγκη για συστημική αλλαγή
Η συγκεκριμένη μελέτη λειτουργεί ως υπόδειγμα για άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και φορείς χάραξης πολιτικής. Η ενσωμάτωση των κινδύνων που σχετίζονται με τη φύση στα οικονομικά μοντέλα και τις πολιτικές χρηματοδότησης είναι ζωτικής σημασίας για την επίτευξη των στόχων του Πλαισίου για τη Βιοποικιλότητα.
Σε μια εποχή όπου οι οικολογικοί και οι οικονομικοί δείκτες συγκλίνουν, η διατήρηση της φύσης δεν αποτελεί μόνο ηθική υποχρέωση ή περιβαλλοντική ευαισθησία. Είναι όρος επιβίωσης για την οικονομία του μέλλοντος.