Η νέα πρόταση για τον επταετή προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2028–2034), ύψους 1,816 τρισ. ευρώ, σηματοδοτεί μια σημαντική στροφή προς τη χρηματοδότηση στρατηγικών επενδύσεων. Ενώ καταγράφεται σημαντική αύξηση πόρων, παραμένει η ανησυχία για το κατά πόσο καλύπτονται οι ανάγκες για μακροπρόθεσμη ανάπτυξη και ανθεκτικότητα.
Η νέα δομή του προϋπολογισμού αντικαθιστά πολλά επιμέρους προγράμματα με εθνικά σχέδια, όπου η χρηματοδότηση συνδέεται με την επίτευξη στόχων. Παράλληλα, προτείνεται η δημιουργία Ταμείου Ανταγωνιστικότητας για επενδύσεις σε ενέργεια, καινοτομία και ψηφιακές υποδομές.
Στα έσοδα, εισάγονται νέοι ίδιοι πόροι με οικολογική βάση, όπως τέλη για εκπομπές ρύπων και ηλεκτρονικά απόβλητα. Η «πράσινη μετάβαση» ενισχύεται, όχι μόνο ως περιβαλλοντική πολιτική, αλλά και ως πηγή δημοσιονομικών εσόδων.
Ωστόσο, οι αλλαγές προκαλούν αντιδράσεις. Η μεταφορά αρμοδιοτήτων από τις περιφέρειες στα κράτη-μέλη και η συγχώνευση πολιτικών, όπως η αγροτική ανάπτυξη και η συνοχή, δημιουργούν αβεβαιότητα για τη στήριξη της τοπικής βιωσιμότητας. Η μείωση του προϋπολογισμού για τον αγροτικό τομέα, καθώς και η απουσία ξεχωριστής γραμμής χρηματοδότησης για τη βιοποικιλότητα, εγείρουν ανησυχίες για την υποβάθμιση της κοινωνικής και περιβαλλοντικής διάστασης
Αντίθετα, ενισχύονται σημαντικά η ενεργειακή και η ψηφιακή μετάβαση. Αυξάνονται οι επενδύσεις σε «πράσινες» υποδομές, με στόχο τη μείωση της ενεργειακής σπατάλης και την ενίσχυση της βιομηχανικής ανταγωνιστικότητας. Παράλληλα, πενταπλασιάζεται η χρηματοδότηση για τον ψηφιακό τομέα, με στόχο τον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό.
Για πρώτη φορά, γίνεται σαφής αναφορά και στον τουρισμό ως μοχλό βιώσιμης ανάπτυξης, με έμφαση σε επενδύσεις που σέβονται το περιβάλλον και την τοπική ταυτότητα.
Παρά τις φιλόδοξες προβλέψεις, η πρόκληση παραμένει: θα καταφέρει η Ευρώπη να προχωρήσει σε έναν πραγματικά δίκαιο και βιώσιμο μετασχηματισμό; Ή μήπως η συγκέντρωση πόρων και αποφάσεων αποδυναμώνει την περιφερειακή φωνή και τις τοπικές ανάγκες;