Η οικονομική ανισότητα που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες μετά τη γέννηση του πρώτου τους παιδιού παραμένει μια από τις πιο επίμονες προκλήσεις της ευρωπαϊκής κοινωνίας. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του Leibniz Centre for European Economic Research (ZEW) και του Tilburg University, οι μητέρες στη Γερμανία χάνουν κατά μέσο όρο σχεδόν 30.000 ευρώ εισόδημα μέσα στα τέσσερα πρώτα χρόνια μετά τη γέννηση του πρώτου παιδιού τους — ποσό σημαντικά υψηλότερο από τις προηγούμενες εκτιμήσεις.
Η ανάλυση βασίστηκε σε δεδομένα από 186.000 γυναίκες και δείχνει ότι το λεγόμενο «κόστος της μητρότητας» είναι 50% υψηλότερο από ό,τι πιστευόταν έως σήμερα. Προηγούμενες έρευνες είχαν υπολογίσει την απώλεια εισοδήματος γύρω στα 20.000 ευρώ, όμως τα νέα ευρήματα αναδεικνύουν το βάθος του προβλήματος, το οποίο παραμένει διαχρονικό παρά τις πολιτικές στήριξης οικογένειας και ισότητας που εφαρμόζονται στη Γερμανία.
Η μελέτη εντοπίζει ως καθοριστικό παράγοντα την ηλικία τεκνοποίησης. Οι γυναίκες που γίνονται μητέρες πριν από τα 30 χάνουν κρίσιμα χρόνια επαγγελματικής εξέλιξης σε μια περίοδο όπου οι ευκαιρίες για σταθεροποίηση και προαγωγή είναι περισσότερες. Αυτό το κενό συχνά έχει μακροπρόθεσμες επιπτώσεις, οδηγώντας σε μικρότερες αποδοχές, περιορισμένες δυνατότητες ανέλιξης και χαμηλότερες συντάξεις.
Αντίθετα, οι γυναίκες που αποκτούν παιδί σε μεγαλύτερη ηλικία, έχοντας ήδη εδραιώσει τη θέση τους στην αγορά εργασίας, υφίστανται κυρίως προσωρινές απώλειες λόγω μείωσης ωραρίου ή άδειας μητρότητας, αλλά έχουν περισσότερες πιθανότητες να επανέλθουν στα προηγούμενα επίπεδα εισοδήματος.
Παρά τις γενναιόδωρες άδειες μητρότητας και τα επιδόματα γονεϊκής στήριξης που προσφέρει το γερμανικό κράτος, το χάσμα παραμένει αισθητό. Οι ερευνητές επισημαίνουν ότι η ρίζα του προβλήματος βρίσκεται λιγότερο στα επιδόματα και περισσότερο στη δομή της αγοράς εργασίας: οι μητέρες εξακολουθούν να εργάζονται πιο συχνά μερικώς, ενώ οι εργοδότες τείνουν να θεωρούν την τεκνοποίηση ως εμπόδιο στην επαγγελματική συνέχεια.
Η συζήτηση για το λεγόμενο «motherhood pay gap» εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο του ευρωπαϊκού διαλόγου για την ισότητα των φύλων και την κοινωνικά βιώσιμη ανάπτυξη. Στόχος, όπως επισημαίνεται από τους ερευνητές, είναι η δημιουργία συνθηκών εργασίας που επιτρέπουν τον συνδυασμό επαγγελματικής και οικογενειακής ζωής, χωρίς οι γυναίκες να πληρώνουν βαρύ οικονομικό τίμημα για την επιλογή της μητρότητας. Η δημοσιοποίηση της μελέτης αναμένεται να αναζωπυρώσει τον δημόσιο διάλογο στη Γερμανία για την ανάγκη μεταρρύθμισης των πολιτικών απασχόλησης και φροντίδας, αλλά και για την ενσωμάτωση της ισότητας των φύλων ως θεμελιώδους πυλώνα της βιώσιμης ανάπτυξης

