Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1920 και πέθανε το 1970 στην Αθήνα.
Έφερε επανάσταση στην ελληνική μουσική, και στο λαϊκό τραγούδι γενικότερα επινοώντας την τετράχορδη παραλλαγή του μπουζουκιού, αλλά και δημιουργώντας το πρώτο “κοσμικό κέντρο”.
Το 1959 ενορχηστρώνει τον «Επιτάφιο» του Μίκη Θεοδωράκη, που έχει κάνει ήδη μια αποτυχημένη έκδοση, και τον απογειώνει. Ακολουθούν οι «Λιποτάκτες», η «Πολιτεία» και το «Αρχιπέλαγος». Με τις ενορχηστρώσεις του Χιώτη και τις φωνές της Μαίρης Λίντα, του Γρηγόρη Μπιθικώτση, του Στέλιου Καζαντζίδη και της Μαρινέλλας, τα έργα του Θεοδωράκη, αλλά και του Χατζιδάκι -του οποίου υπήρξε για καιρό σολίστας- αποκτούν λαϊκή απήχηση. Είναι ουσιαστικά αυτός που ανοίγει το δρόμο και στους άλλους λαϊκούς μουσικούς να συνεργαστούν με τους λόγιους συνθέτες, με αποτέλεσμα την έκρηξη του λεγόμενου «Έντεχνου».
Τα τελευταία πέντε χρόνια της ζωής του ήταν και τα πιο δραματικά. Χωρίζει με τη Λίντα (πράγμα που του στοίχισε πολύ), κάνει αποτυχημένες συνεργασίες και ο καρκίνος αρχίζει να τον κατατρώγει. Στις 21 Μαρτίου του 1970, ανήμερα των 50ων γενεθλίων του, ο Μανώλης Χιώτης αφήνει την τελευταία του πνοή. Στην κηδεία του, στο Α’ νεκροταφείο Αθηνών, ο Γιάννης Καραμπεσίνης παίζει με το μπουζούκι του Χιώτη τα «Ηλιοβασιλέματα» και το δακρυσμένο πλήθος τραγουδά. Μαζί και οι τρεις συντρόφισσες της ζωής του: Ζωή Νάχη, Μαίρη Λίντα και Μπέμπα Κυριακίδου.
Ορισμένες απο τις μεγάλες επιτυχίες του: Ηλιοβασιλέματα (1958), Αφού το θες (1958), Σβήσε τη φλόγα (1958), Περασμένες μου αγάπες (1959), Εσύ είσαι η αιτία που υποφέρω (1959), Πάρε το δάκρυ μου (1960), Δεν θέλω πια να ξαναρθείς (1961), Η σκούνα (1962), Μοιάζεις και συ σαν θάλασσα (1962), Πάρε με στο τηλέφωνο (1964) κ.ά.