Η Αρχή Προτύπων Διαφήμισης του Ηνωμένου Βασιλείου (ASA) απαγόρευσε τρεις διαφημίσεις των Nike, Superdry και Lacoste κρίνοντας ότι προέβαλαν ατεκμηρίωτους και παραπλανητικούς ισχυρισμούς περί «βιωσιμότητας». Η υπόθεση αποτελεί ακόμη ένα δείγμα της εντεινόμενης προσπάθειας των ευρωπαϊκών και διεθνών ρυθμιστικών αρχών να αντιμετωπίσουν το greenwashing, ενισχύοντας την αξιοπιστία της αγοράς και προστατεύοντας τον καταναλωτή.
Οι διαφημίσεις, που εμφανίζονταν ως πληρωμένες καταχωρίσεις σε αναζητήσεις Google, χρησιμοποιούσαν όρους όπως «sustainable materials», «sustainable style» και «sustainable clothing», χωρίς να συνοδεύονται από επαρκή τεκμηρίωση. Η ASA υπενθύμισε ότι, σύμφωνα με τον βρετανικό κώδικα διαφήμισης, κάθε περιβαλλοντικός ισχυρισμός πρέπει να είναι σαφής, ακριβής και πλήρως αποδεικνύσιμος, ιδιαίτερα όταν συνδέεται με θέματα βιώσιμης παραγωγής ή χαμηλού περιβαλλοντικού αποτυπώματος.
Nike: Ασαφής χρήση του όρου “sustainable materials”
Η Nike υποστήριξε ότι ο όρος αναφερόταν γενικά στη χρήση ανακυκλωμένων υλικών σε άλλα προϊόντα της εταιρείας. Η ASA όμως έκρινε ότι η συγκεκριμένη διαφήμιση δεν παρείχε καμία διευκρίνιση και δημιουργούσε την εντύπωση ότι τα συγκεκριμένα polo shirts ήταν κατασκευασμένα με βιώσιμο τρόπο — κάτι που δεν αποδείχθηκε με στοιχεία.
Το περιστατικό αναδεικνύει τη σημασία της διαφάνειας στον τρόπο παρουσίασης περιβαλλοντικών μηνυμάτων, ειδικά σε μεγάλες εταιρείες με ισχυρή επιρροή στην αγορά.
Η Superdry διαφήμιζε «a wardrobe that combines style and sustainability». Αν και η εταιρεία ισχυρίστηκε ότι το μήνυμα δεν αφορούσε το σύνολο των προϊόντων της, η ASA θεώρησε ότι ο μέσος καταναλωτής θα αντιλαμβανόταν ότι όλη η σειρά είναι βιώσιμη — κάτι που δεν τεκμηριώθηκε.
Η υπόθεση αναδεικνύει πόσο εύκολα μη τεκμηριωμένοι περιβαλλοντικοί ισχυρισμοί μπορούν να θεωρηθούν παραπλανητικοί, υπονομεύοντας την εμπιστοσύνη των καταναλωτών σε βιώσιμες επιλογές.
Η Lacoste πρόβαλε τη σειρά παιδικών ρούχων της ως «sustainable clothing». Παρότι η εταιρεία ανέφερε ότι έχει μειώσει το περιβαλλοντικό της αποτύπωμα, η ASA υποστήριξε ότι αυτό δεν αποδεικνύει ότι τα προϊόντα δεν έχουν «αρνητική επίδραση στο περιβάλλον».
Ο όρος «sustainable» σύμφωνα με την αρχή, απαιτεί ισχυρή, μετρήσιμη και συγκρίσιμη τεκμηρίωση που να επιβεβαιώνει ότι το προϊόν πληροί συγκεκριμένα περιβαλλοντικά πρότυπα — κάτι που δεν συνέβη.
Με την απόσυρση των τριών διαφημίσεων, η ASA προειδοποίησε τις εταιρείες ότι οποιαδήποτε μελλοντική καμπάνια πρέπει να συνοδεύεται από υψηλό επίπεδο τεκμηρίωσης και καθαρή επεξήγηση των περιβαλλοντικών χαρακτηριστικών των προϊόντων.
Η αυστηρότερη εποπτεία αντανακλά την πίεση που ασκείται παγκοσμίως ώστε οι επιχειρήσεις να ευθυγραμμίζονται με τις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης, της υπεύθυνης επικοινωνίας και της εταιρικής διαφάνειας.
Η ASA μάλιστα αξιοποιεί πλέον συστήματα τεχνητής νοημοσύνης για να εντοπίζει διαφημίσεις που πιθανώς παραβιάζουν τους κανόνες για «πράσινους» ισχυρισμούς, σηματοδοτώντας ένα νέο, πιο αυστηρό κανονιστικό περιβάλλον στο οποίο οι εταιρείες καλούνται να αποδεικνύουν όσα ισχυρίζονται.
Τι δείχνει η υπόθεση για το μέλλον των green claims
Η εξέλιξη αυτή:
καθιστά σαφές ότι οι γενικές, αόριστες ή μη τεκμηριωμένες αναφορές σε «βιωσιμότητα» δεν είναι πλέον αποδεκτές,
αυξάνει την πίεση προς τις εταιρείες να υιοθετούν μετρήσιμα και διαφανή πρότυπα ESG,
ενισχύει την προστασία των καταναλωτών από παραπλανητική περιβαλλοντική επικοινωνία,
συμβάλλει στη διαμόρφωση μιας πιο ώριμης αγοράς πραγματικά βιώσιμων προϊόντων.
Η υπόθεση εντάσσεται σε μια ευρύτερη διεθνή τάση ενάντια στο greenwashing, καθώς κυβερνήσεις και ρυθμιστικές αρχές επιχειρούν να εξασφαλίσουν ότι η βιωσιμότητα δεν χρησιμοποιείται ως εργαλείο marketing, αλλά ως πραγματική δέσμευση.
Η ASA (Advertising Standards Authority) είναι η ανεξάρτητη αρχή που ελέγχει και ρυθμίζει τη διαφήμιση στο Ηνωμένο Βασίλειο, διασφαλίζοντας ότι οι διαφημίσεις είναι ακριβείς, έντιμες και δεν παραπλανούν το κοινό.

