Η πρόθεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης να περιορίσει το εύρος των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη νέα νομοθεσία για το ESG έχει προκαλέσει έντονο προβληματισμό στη νομική και ακαδημαϊκή κοινότητα. Περισσότεροι από 30 νομικοί ερευνητές, προερχόμενοι από κορυφαία ευρωπαϊκά και βρετανικά πανεπιστήμια, κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για ενδεχόμενη αποδυνάμωση του θεσμικού πλαισίου που αφορά τις εταιρικές υποχρεώσεις σε θέματα βιωσιμότητας.
Με επίκεντρο την αναθεώρηση της Οδηγίας για τη Δέουσα Επιμέλεια των Επιχειρήσεων σε Θέματα Βιωσιμότητας (CSDDD), οι νομικοί υποστηρίζουν ότι η απλοποίηση του κανονιστικού πλαισίου μπορεί να ανοίξει τον δρόμο για δικαστικές αντιπαραθέσεις μεταξύ επιχειρήσεων, κρατών και πολιτών. Το κύριο ζήτημα αφορά την αποδυνάμωση της υποχρέωσης εφαρμογής σχεδίων μετάβασης για μηδενικές εκπομπές, γεγονός που, σύμφωνα με τους ειδικούς, μπορεί να υπονομεύσει τη δυνατότητα της Ε.Ε. να επιτύχει τους ίδιους τους νομικά δεσμευτικούς της κλιματικούς στόχους.
Ο καθηγητής Thom Wetzer του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, συντάκτης της σχετικής επιστολής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, έκανε λόγο για “επικίνδυνη κατεύθυνση” και προειδοποίησε ότι η έλλειψη σαφούς νομικής υποχρέωσης μπορεί να περιορίσει τη δυνατότητα λογοδοσίας και να ενισχύσει την ανασφάλεια δικαίου στον ευρωπαϊκό επιχειρηματικό χώρο.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, από την πλευρά της, υπεραμύνεται της αναδιατύπωσης, υποστηρίζοντας ότι ευθυγραμμίζει καλύτερα την CSDDD με άλλες πολιτικές ESG και προσφέρει μεγαλύτερη συνέπεια στο ρυθμιστικό τοπίο. Παράλληλα, διαβεβαιώνει ότι τα σχέδια μετάβασης θα υπόκεινται σε εποπτεία και εφαρμογή.
Πίσω από την κίνηση απλοποίησης βρίσκονται και πολιτικές πιέσεις από κράτη-μέλη, όπως η Γερμανία και η Γαλλία, που εκφράζουν ανησυχία για τον υπερβολικό κανονιστικό φόρτο στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις. Η ανησυχία αφορά κυρίως τον διεθνή ανταγωνισμό και τον κίνδυνο να βρεθούν οι ευρωπαϊκές εταιρείες σε μειονεκτική θέση έναντι των αμερικανικών και ασιατικών ομίλων.
Την ίδια στιγμή, οι ΗΠΑ έχουν εκφράσει ενστάσεις για την «εξωεδαφική» ισχύ των ευρωπαϊκών κανονισμών, με το Εμπορικό Επιμελητήριο να παρεμβαίνει δυναμικά, ασκώντας πίεση για να περιοριστεί η επιρροή του ευρωπαϊκού ESG σε παγκόσμιες αλυσίδες αξίας.
Από την άλλη πλευρά, οργανώσεις για το περιβάλλον και τα ανθρώπινα δικαιώματα εκφράζουν απογοήτευση, υποστηρίζοντας ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση κινδυνεύει να μετατρέψει ένα φιλόδοξο νομικό εργαλείο σε «απλό οδηγό καλών προθέσεων». Η αρχική πρόβλεψη της CSDDD υποχρέωνε τις εταιρείες όχι μόνο να καταρτίσουν αλλά και να εφαρμόσουν σχέδια για καθαρές εκπομπές μηδενικού ισοζυγίου, συνοδευόμενα από νομικές συνέπειες σε περίπτωση αδράνειας.
Πρόσφατα, η εφαρμογή της Οδηγίας αναβλήθηκε για ένα έτος, με σκοπό την προσαρμογή και πιθανή αναθεώρησή της. Όμως ο προβληματισμός παραμένει: πώς εξασφαλίζεις νομική σαφήνεια και ισχυρή περιβαλλοντική πολιτική ταυτόχρονα;
Όπως σημειώνει ο Wetzer, το ζητούμενο δεν είναι μόνο να τεθούν στόχοι, αλλά να θεσπιστούν προβλέψιμες, λειτουργικές και δεσμευτικές διαδικασίες για να τους πετύχουμε. Μόνο έτσι η Ευρώπη μπορεί να διατηρήσει την ηγεσία της στον τομέα της βιώσιμης διακυβέρνησης, χωρίς να παλινδρομεί ανάμεσα στην πολιτική ευελιξία και την περιβαλλοντική φιλοδοξία.