Η ζωή στην πρωτεύουσα συνοδεύεται συχνά από αυξημένη κίνηση, καυσαέριο και πολύωρη παραμονή στους δρόμους, γεγονός που όχι μόνο δοκιμάζει την υπομονή μας, αλλά επιβαρύνει και την υγεία μας. Πέρα από το άγχος και την κούραση που προκαλεί το μποτιλιάρισμα, οι επιπτώσεις της ατμοσφαιρικής ρύπανσης φαίνεται πως είναι ακόμη πιο βαθιές, επηρεάζοντας την ψυχική και σωματική ευεξία, ιδιαίτερα των γυναικών.
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Menopause, η έκθεση στην ατμοσφαιρική ρύπανση λόγω της αυξημένης κυκλοφορίας συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καταθλιπτικών συμπτωμάτων στις γυναίκες. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι αυτή η έκθεση μπορεί επίσης να επηρεάσει τους εμμηνορροϊκούς κύκλους, οδηγώντας σε διαταραχές που σχετίζονται με την ψυχολογική ευεξία.
Η Δρ. Anwesha Pan, μεταπτυχιακή ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον, εξηγεί ότι «η αυξημένη έκθεση σε ρύπους που προέρχονται από την κίνηση συνδέεται με μεγαλύτερη διάρκεια του εμμηνορροϊκού κύκλου, η οποία με τη σειρά της αυξάνει την πιθανότητα εμφάνισης καταθλιπτικών συμπτωμάτων». Αυτές οι επιπτώσεις γίνονται πιο αισθητές σε γυναίκες από οικονομικά ασθενέστερες κοινότητες ή μειονότητες, οι οποίες είναι πιθανότερο να κατοικούν σε περιοχές με υψηλά επίπεδα κυκλοφοριακής συμφόρησης.
Η αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος απαιτεί πολιτικές που ευθυγραμμίζονται με τους στόχους της βιώσιμης ανάπτυξης. Η προώθηση βιώσιμων μετακινήσεων, όπως η ενίσχυση των μέσων μαζικής μεταφοράς, η δημιουργία ποδηλατοδρόμων και η ανάπτυξη πράσινων χώρων στις πόλεις, μπορεί να μειώσει την έκθεση στην ατμοσφαιρική ρύπανση. Παράλληλα, η στροφή προς την ηλεκτροκίνηση και η αυστηρότερη ρύθμιση των εκπομπών μπορούν να βελτιώσουν την ποιότητα του αέρα, προστατεύοντας τόσο την ψυχική όσο και τη σωματική υγεία των πολιτών.
Τέτοιες παρεμβάσεις όχι μόνο προάγουν την υγεία και την ευημερία, αλλά συμβάλλουν και στην οικοδόμηση πιο ανθεκτικών, δίκαιων και βιώσιμων αστικών περιβαλλόντων, ενισχύοντας την κοινωνική συνοχή και μειώνοντας τις ανισότητες.