Η λεγόμενη «αόρατη» ρύπανση αποτελεί ένα από τα πιο σύνθετα περιβαλλοντικά ζητήματα των τελευταίων ετών, με άμεσες επιπτώσεις τόσο στα οικοσυστήματα όσο και στη δημόσια υγεία. Στο επίκεντρο της επιστημονικής έρευνας βρίσκονται οι PFAS (υπερφθοριωμένες και πολυφθοριωμένες αλκυλικές ουσίες), τα λεγόμενα «αιώνια χημικά», που χρησιμοποιούνται εδώ και δεκαετίες σε πλήθος βιομηχανικών και καταναλωτικών εφαρμογών λόγω της υψηλής ανθεκτικότητάς τους.
Τα PFAS εντοπίζονται σε προϊόντα της καθημερινότητας – από αδιάβροχα υφάσματα και αντικολλητικές επιφάνειες μέχρι συσκευασίες τροφίμων και δομικά υλικά – γεγονός που καθιστά τη διάχυσή τους στο περιβάλλον δύσκολα ελέγξιμη. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η αντιμετώπισή τους αποτελεί προτεραιότητα της χημικής πολιτικής. Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Χημικών (ECHA) έχει ήδη καταγράψει περισσότερες από 2.000 ομάδες PFAS, ακολουθώντας ομαδοποιημένη προσέγγιση στο πλαίσιο του κανονισμού REACH, ώστε να επιταχυνθεί η αξιολόγηση και η σταδιακή υποκατάστασή τους.
Το νερό αποτελεί έναν από τους βασικούς φορείς μεταφοράς των PFAS, με ανιχνεύσιμες συγκεντρώσεις τόσο στο πόσιμο νερό όσο και στα αστικά λύματα. Η αναθεώρηση της ευρωπαϊκής οδηγίας για το πόσιμο νερό και οι νέες απαιτήσεις για τα λύματα αυστηροποιούν το πλαίσιο ελέγχου, μετατρέποντας την πρόληψη και την παρακολούθηση σε κρίσιμη υποχρέωση για τις εταιρείες ύδρευσης.
Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΥΑΘ έχει αναπτύξει συνεργασίες με την EurEau και το Πανεπιστήμιο Αιγαίου, ενώ παρακολουθεί συστηματικά την παρουσία PFAS στο νερό ήδη από το 2021, πριν ακόμη καταστεί νομικά υποχρεωτικό. Όπως επισημαίνουν ακαδημαϊκοί και ερευνητές, οι συγκεντρώσεις που ανιχνεύονται στην Ελλάδα παραμένουν χαμηλές, κυρίως λόγω της απουσίας βαριάς χημικής βιομηχανίας, χωρίς αυτό να μειώνει την ανάγκη για επενδύσεις σε προηγμένες τεχνολογίες επεξεργασίας.
Η ΕΥΑΘ έχει χαράξει πενταετές πλάνο με ορίζοντα την αναβάθμιση των εγκαταστάσεων και την εισαγωγή τεταρτοβάθμιας επεξεργασίας λυμάτων, με στόχο την απομάκρυνση μικρορρύπων, μικροπλαστικών και φαρμακευτικών ουσιών. Παρότι οι τεχνολογίες υπάρχουν, κρίσιμα ζητήματα παραμένουν το ενεργειακό κόστος, η αποδοτικότητα και η διαθεσιμότητα εξειδικευμένου προσωπικού.
Το μήνυμα που προκύπτει είναι σαφές: η διαχείριση των PFAS δεν αποτελεί απλώς τεχνικό ζήτημα, αλλά κομβικό πεδίο βιώσιμης ανάπτυξης, όπου συναντώνται η προστασία της υγείας, η συμμόρφωση με τις ευρωπαϊκές πολιτικές και η ανάγκη για ανθεκτικές υποδομές νερού έως το 2030.

