Μια συνολική εικόνα για το επίπεδο ωριμότητας των ελληνικών επιχειρήσεων στον τομέα της Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης (ΕΚΕ) και του ESG σκιαγραφεί νέα εκτενής έρευνα της Deloitte. Τα ευρήματα δείχνουν ότι η στρατηγική κατεύθυνση έχει αρχίσει να εδραιώνεται, κυρίως μέσα από αποφάσεις «από την κορυφή προς τη βάση», ωστόσο παραμένουν σημαντικές προκλήσεις στην υλοποίηση, τη μέτρηση και τη συστηματική αξιολόγηση των δράσεων.
Η έρευνα διεξήχθη από τον Ιούλιο έως τον Οκτώβριο του 2025 και περιλάμβανε επιχειρήσεις από όλους τους βασικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας, όπως οι επαγγελματικές υπηρεσίες, τα χρηματοοικονομικά και ασφαλιστικά ιδρύματα, τα καταναλωτικά προϊόντα, ο τουρισμός, η τεχνολογία, οι τηλεπικοινωνίες, η ενέργεια, το λιανικό εμπόριο και τα logistics. Πάνω από τις μισές εταιρείες του δείγματος απασχολούν περισσότερους από 250 εργαζομένους, ενώ σχεδόν οι μισές εμφανίζουν κύκλο εργασιών άνω των 50 εκατ. ευρώ. Παράλληλα, το δείγμα περιλαμβάνει τόσο αμιγώς ελληνικές επιχειρήσεις όσο και θυγατρικές διεθνών ομίλων, προσφέροντας μια σφαιρική αποτύπωση της αγοράς.
Όσον αφορά τις προτεραιότητες στη χάραξη ESG στρατηγικής, το περιβάλλον παραμένει κυρίαρχο πεδίο δράσης, με το 75% των επιχειρήσεων να το τοποθετεί στην κορυφή. Ακολουθούν οι εκπαιδευτικές πρωτοβουλίες με 72%, ενώ σημαντική –αλλά σαφώς χαμηλότερη– είναι η εστίαση στη συμπερίληψη και στη στήριξη ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, με ποσοστά 47% και 36% αντίστοιχα. Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι οι μισές επιχειρήσεις δηλώνουν πως ενσωματώνουν στρατηγικά την ετοιμότητα για την αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών.
Παρά την αυξανόμενη σημασία που αποδίδεται στην ΕΚΕ, η οργανωτική υποστήριξη παραμένει περιορισμένη. Μόλις το 39% των επιχειρήσεων διαθέτει εξειδικευμένη ομάδα για θέματα κοινωνικής ευθύνης. Σχεδόν οι μισές αναθέτουν τις σχετικές αρμοδιότητες σε στελέχη με ευρύτερο χαρτοφυλάκιο καθηκόντων, ενώ το 14% δηλώνει ότι δεν διαθέτει καμία δομημένη ομάδα ΕΚΕ. Την ίδια στιγμή, πάντως, το 64% των εταιρειών θεωρεί την κοινωνική ευθύνη βασική διοικητική προτεραιότητα και αναγνωρίζει την ανάγκη ύπαρξης σαφούς και τεκμηριωμένης στρατηγικής.
Ένα από τα πιο αδύναμα σημεία που αναδεικνύει η έρευνα αφορά την αξιολόγηση των δράσεων. Μόλις το 22% των επιχειρήσεων διαθέτει τυποποιημένες διαδικασίες παρακολούθησης, ενώ λιγότερο από το 30% εφαρμόζει διεθνώς αναγνωρισμένες μεθοδολογίες αποτίμησης, όπως το Social Return on Investment (SROI). Είναι ενδεικτικό ότι σχεδόν τέσσερις στις δέκα επιχειρήσεις δεν χρησιμοποιούν καμία δομημένη μεθοδολογία μέτρησης του κοινωνικού τους αποτυπώματος.
Αν και το 53% της αγοράς αναμένει αύξηση των κονδυλίων για ΕΚΕ και ESG τα επόμενα χρόνια, τα σημερινά επίπεδα χρηματοδότησης παραμένουν συγκρατημένα. Το 36% των επιχειρήσεων διαθέτει έως 50.000 ευρώ ετησίως, ενώ ένα αντίστοιχο ποσοστό επενδύει από 50.001 έως 200.000 ευρώ. Πάνω από αυτό το επίπεδο κινούνται κυρίως μεγάλοι όμιλοι με εξειδικευμένες ομάδες ΕΚΕ. Παράλληλα, έχει ενδιαφέρον ότι το 71% των επιχειρήσεων που εντοπίζουν εμπόδια στη χάραξη ESG στρατηγικής δεν αποδίδει τις δυσκολίες σε οικονομικούς περιορισμούς, αλλά στην ανάγκη για βαθύτερη κατανόηση των στρατηγικών ωφελειών και μετάβαση σε πιο ώριμες, μετρήσιμες πρακτικές.
Ιδιαίτερη σημασία δίνεται στον ρόλο των συνεργασιών. Περισσότερες από τις μισές επιχειρήσεις δηλώνουν ότι συνεργάζονται με ΜΚΟ για την αναγνώριση και ιεράρχηση κοινωνικών αναγκών, ενώ μόλις το 15% παραμένει εκτός αυτής της διαδικασίας, γεγονός που συχνά οδηγεί σε αποσπασματικές δράσεις. Παράλληλα, τα ακαδημαϊκά ιδρύματα αναδεικνύονται σε βασικούς εταίρους, καθώς πάνω από το 50% των εταιρειών απευθύνεται σε αυτά για συνέργειες, τεκμηρίωση και αποτύπωση κοινωνικών αναγκών.
Η έρευνα της Deloitte δείχνει ότι η Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη στην Ελλάδα έχει περάσει από το στάδιο της πρόθεσης στη φάση της στρατηγικής. Το επόμενο κρίσιμο βήμα, ωστόσο, είναι η ενίσχυση της εφαρμογής, της μέτρησης και της λογοδοσίας, ώστε οι δεσμεύσεις να μεταφραστούν σε ουσιαστικό και διαρκές κοινωνικό αντίκτυπο.

