Η επισιτιστική ανασφάλεια έχει αναδειχθεί σε σημαντική πρόκληση, όχι μόνο στην ανθρώπινη ευημερία αλλά και στο περιβάλλον και την οικονομία. Η αυξανόμενη σπατάλη τροφίμων και οι συναφείς απώλειες καθοδηγούν την ανάπτυξη της αγοράς των απορριμμάτων τροφίμων, η οποία εκτιμάται ότι θα φτάσει σε αξία τα 106 δις. δολάρια μέχρι το 2031 , με ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 5,4% κατά την περίοδο 2024-2031.
Διαστάσεις της σπατάλης τροφίμων
- Απώλεια παραγωγής : Περίπου το 13,2% των τροφίμων χάνεται μεταξύ συγκομιδής και λιανικής πώλησης.
- Καταναλωτική σπατάλη : Το 19% της παγκόσμιας παραγωγής τροφίμων καταλήγει σε απόβλητα από νοικοκυριά, υπηρεσίες τροφίμων και λιανεμπόριο.
- Περιβαλλοντικές προτάσεις : Η σπατάλη τροφίμων παράγει το 8-10% των αερίων του θερμοκηπίου , με τις εκπομπές μεθανίου να αποτελούν κρίσιμο ζήτημα.
Αιτίες αύξησης απορριμμάτων τροφίμων
- Ακατάλληλος χειρισμός και αποθήκευση : Ιδιαίτερα στον τομέα φρούτων και λαχανικών, που κατέχει το 20,3% της αγοράς απορριμμάτων .
- Βιομηχανική επεξεργασία : Διαρροές κατά τον τεμαχισμό, το πλύσιμο, το ξεφλούδισμα και τη σφαγή.
- Πανδημία COVID-19 : Διαταραχές στην εφοδιαστική αλυσίδα, περιορισμοί μετακίνησης και καραντίνες επέδειξαν τις απώλειες.
Η επισιτιστική ανασφάλεια επηρεάζει 735 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως, ενώ καθημερινά σπαταλούνται πάνω από 1 δις. γεύματα . Η επένδυση για τη μείωση της σπατάλης παραμένει περιορισμένη, με μόλις 0,1 δις. δολάρια ετησίως να διατίθενται κατά την περίοδο 2019-2020.
Η ανάπτυξη λύσεων διαχείρισης απορριμμάτων, όπως:
- η ενίσχυση της τεχνολογίας για την πρόληψη αλλοίωσης τροφίμων,
- η ενσωμάτωση βιώσιμων διαδικασιών παραγωγής,
- η ενίσχυση της ευαισθητοποίησης των καταναλωτών και
- οι θέσεις σε δίαιτες χαμηλών εκπομπών επενδύσεων, παραμένουν υποσχόμενες στρατηγικές για τη μείωση των επιπτώσεων.
Η βελτίωση των στόχων της Ατζέντας 2030 για Βιώσιμη Ανάπτυξη , με τη μείωση της απώλειας και της σπατάλης τροφίμων, είναι κρίσιμη για την καταπολέμηση της επισιτιστικής ανασφάλειας και τη βελτίωση της περιβαλλοντικής βιωσιμότητας.