Το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) ολοκλήρωσε έξι αναλυτικές μελέτες, εξετάζοντας τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής σε βασικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας. Οι έρευνες πραγματοποιήθηκαν με τη στήριξη της Πρωτοβουλίας ’21 – μιας συνεργασίας μεταξύ σημαντικών κοινωφελών Ιδρυμάτων και της Εθνικής Τράπεζας – καθώς και με χρηματοδότηση από το Ίδρυμα Καπετάν Βασίλη και Κάρμεν Κωνσταντακόπουλου και το Κοινωφελές Ίδρυμα Ιωάννη Σ. Λάτση.
Οι αναλύσεις επικεντρώθηκαν σε δύο βασικά τρίπτυχα τομέων: το πρώτο περιλαμβάνει τη γεωργία, τη βιομηχανία και τον τουρισμό – δηλαδή τους κύριους μοχλούς της οικονομικής δραστηριότητας. Το δεύτερο εστιάζει στον χρηματοπιστωτικό τομέα, τα νοικοκυριά και την επιχειρηματικότητα.
Πρωτογενής Τομέας: Μειωμένη Ανθεκτικότητα και Νέα Ευκαιρία μέσω «Γεωργίας Άνθρακα»
Η αγροτική παραγωγή παραμένει βασικός πυλώνας της ελληνικής οικονομίας, με προστιθέμενη αξία περίπου 7,4 δισ. ευρώ. Ωστόσο, η παραγωγικότητα του τομέα παραμένει χαμηλή, ενώ οι αυξημένες τιμές των εισροών συνεχίζουν να επηρεάζουν αρνητικά την ανταγωνιστικότητα, ιδίως μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία.
Όσον αφορά τις εκπομπές CO₂ ανά μονάδα ΑΕΠ, η Ελλάδα παρουσιάζει καλύτερες επιδόσεις από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, κάτι που αποδίδεται – σύμφωνα με την έρευνα – στη μειωμένη κτηνοτροφική δραστηριότητα. Αντίθετα, η αξιοποίηση Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας στον πρωτογενή τομέα είναι ακόμη περιορισμένη, με εξαίρεση τη χρήση βιομάζας.
Η υιοθέτηση της λεγόμενης «γεωργίας του άνθρακα» προτείνεται ως λύση, επιτρέποντας στους παραγωγούς να εφαρμόζουν τεχνολογίες δέσμευσης άνθρακα και να αποκομίζουν έσοδα μέσω της πώλησης πλεονάσματος στις αγορές εκπομπών.
Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής είναι ήδη ορατές. Η πρόσφατη κακοκαιρία Daniel προκάλεσε οικονομικές απώλειες 1,4 δισ. ευρώ σε διάστημα τριών ετών και οδήγησε στην απώλεια περίπου 58.000 θέσεων εργασίας στον αγροτικό τομέα. Επιπλέον, έως και 10% των καλλιεργήσιμων μονάδων ενδέχεται να μην επιστρέψουν ποτέ σε πλήρη παραγωγή.
Τουρισμός: Ευάλωτος στις Κρίσεις αλλά με Περιθώρια Ανθεκτικότητας
Ο τουριστικός κλάδος, με προστιθέμενη αξία σχεδόν 12 δισ. ευρώ το 2023 (περίπου 7% του ΑΕΠ), αποτελεί κρίσιμη πηγή εσόδων. Όμως, η έντονη εποχικότητα – με το 60% των διανυκτερεύσεων να συγκεντρώνεται το καλοκαίρι – καθιστά τον τομέα ιδιαίτερα ευαίσθητο σε φαινόμενα όπως οι καύσωνες, οι πυρκαγιές και οι αυξημένες ανάγκες σε υποδομές.
Σε ένα απαισιόδοξο σενάριο, όπου δεν υιοθετούνται μέτρα προσαρμογής, η χώρα κινδυνεύει να χάσει έσοδα 1,2 δισ. ευρώ από τουριστικές δαπάνες, με συνολική επίπτωση 2,2 δισ. ευρώ στο ΑΕΠ. Αντίθετα, η αξιοποίηση εναλλακτικών μορφών τουρισμού – όπως ο αγροτουρισμός ή ο συνεδριακός – και η επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου μπορούν όχι μόνο να απορροφήσουν το πλήγμα, αλλά και να αυξήσουν το ΑΕΠ κατά περίπου 200 εκατ. ευρώ και να δημιουργήσουν πάνω από 6.500 νέες θέσεις εργασίας.
Βιομηχανία: Πίεση για Πράσινη Μετάβαση και Τεχνολογική Αναβάθμιση
Η ελληνική βιομηχανία κατέγραψε αξιοσημείωτη πρόοδο, μειώνοντας τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου κατά 57,3% μεταξύ 2008 και 2023, κυρίως λόγω της απεξάρτησης από τον λιγνίτη και της ενίσχυσης των ΑΠΕ. Η διείσδυση των ΑΠΕ στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας φέρνει την Ελλάδα σε πλεονεκτική θέση έναντι άλλων ευρωπαϊκών χωρών.
Ωστόσο, η μεταποίηση παραμένει πίσω, με τις εκπομπές και τα ζητήματα διαχείρισης αποβλήτων να συνεχίζουν να αποτελούν εμπόδια. Ο τομέας αντιπροσωπεύει περίπου το 15% της ΑΠΑ και το 9,5% της απασχόλησης, αλλά υπολείπεται της ευρωπαϊκής απόδοσης.
Η μετάβαση σε πιο φιλικές προς το περιβάλλον τεχνολογίες δεν είναι μόνο θέμα οικολογίας – συνδέεται άμεσα με την αυτάρκεια, την καινοτομία και την ανταγωνιστικότητα. Οι επενδύσεις στον τομέα των «Περιβαλλοντικών Αγαθών και Υπηρεσιών» και η ανάπτυξη καθαρής ενέργειας σε περιοχές όπως η Δυτική Μακεδονία θα μπορούσαν να ενισχύσουν το ΑΕΠ κατά 2,4 δισ. ευρώ ετησίως, προσφέροντας επιπλέον 25.000 θέσεις εργασίας.