Τα μικροπλαστικά αποτελούν μια διαρκώς αυξανόμενη περιβαλλοντική και υγειονομική απειλή, καθώς εισχωρούν στον ανθρώπινο οργανισμό μέσω του νερού, της τροφής και του αέρα. Πρόκειται για πλαστικά σωματίδια με διάμετρο μικρότερη από 5 χιλιοστά, ενώ τα ακόμη μικρότερα νανοπλαστικά είναι ικανά να περάσουν στην κυκλοφορία του αίματος. Η ποσότητα τους στο περιβάλλον εκτιμάται σε 7 δισεκατομμύρια τόνους, καθιστώντας την ανίχνευση και την εξάλειψή τους εξαιρετικά δύσκολη.
Οι επιστήμονες ερευνούν τις πιθανές επιδόσεις τους στην ανθρώπινη υγεία, με τρεις πρόσφατες έρευνες να δείχνουν τα απατελέσματα τους στην ανθρώπινη υγεία. Αρχικά έρευνα που δημοσιεύτηκε στο New England Journal of Medicine διαπίστωσε ότι στο 60% των ασθενών που εξετάστηκαν μετά από επεμβάσεις στις καρωτίδες τους, ανιχνεύθηκαν με μικροπλαστικά, αυξάνοντας τον κίνδυνο εγκεφαλικών επεισοδίων και εμφραγμάτων. Μια δεύτερη μελέτη, δημοσιευμένη στο Nature Medicine , αποκάλυψε ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος περιέχει κατά μέσο όρο μισή κουταλιά μικροπλαστικών, με πιθανή συσχέτιση με τη νευροεκφυλιστική νόσο της άνοιας. Παρότι δεν υπάρχει σαφής αιτιώδης σχέση, τα αποτελέσματα υποδεικνύουν ότι οι ασθενείς με άνοια έχουν 10% περισσότερα μικροπλαστικά στους εγκέφαλους τους. Τέλος, η έρευνα στο Science Advances έδειξε ότι τα μικροπλαστικά δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τα ανοσοποιητικά κύτταρα, τα οποία στη συνέχεια διορθώνονται, προκαλώντας απόφραξη των τριχοειδών και πιθανές κινητικές διαταραχές.
Παρά την επιστημονική ανησυχία, δεν έχει χαραχθεί ακόμα μια παγκόσμια στρατηγική για τους περιορισμούς των μικροπλαστικών. Η αντικατάσταση του πλαστικού με διασπώμενα υλικά ή εναλλακτικές όπως το χαρτί θεωρείται δύσκολη λόγω της ισχυρής παρουσίας της πλαστικής βιομηχανίας. Οι επιστήμονες τονίζουν πως, μέχρι να υπάρξει μια αποτελεσματική πολιτική αντιμετώπιση, οι άνθρωποι μπορούν να περιορίσουν την έκθεσή τους προτιμώντας συσκευασίες από άλλα υλικά και μειώνοντας τη χρήση πλαστικών στην καθημερινότητά τους.