Το θέμα των Γλυπτών του Παρθενώνα πήρε ξαφνικά φωτιά στο παγκόσμιο τηλεοπτικό και διαδικτυακό «χωριό» αποκτώντας τόση δημοσιότητα μέσα κι έξω από Βρετανία, όση χρειάζεται η Ελλάδα για δικαιωθεί για μια ακόμα φορά πανηγυρικά στον τομέα των εντυπώσεων. Με την παιδαριώδη γκάφα του να ακυρώσει τη συνάντηση με τον Κυρ. Μητσοτάκη και με το μυαλό του στις αρνητικές γι αυτόν δημοσκοπήσεις, ο Σούνακ πέτυχε ακριβώς το αντίθετο από αυτό που επιθυμούσε
Είναι νόμος παλιός, άλλωστε, όταν είσαι πίσω στις δημοσκοπήσεις να αντιδράς συχνά σπασμωδικά και να κάνεις λάθη.
Στις εκλογές του 2024 υπάρχει ισχυρή η πιθανότητα να ηττηθεί ο σημερινός πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασίλειου με τους Εργατικούς του Κιθ Στάρμερ να προηγούνται με διαφορά 20% στην πρόθεση ψήφου.
Αν η Αγγλία είχε στοιχειώδη αίσθηση της ιστορίας του παγκόσμιου πολιτισμού και της ηθικής που αυτή αξιώνει, τα Γλυπτά θα είχαν επιστρέψει στην Αθήνα εδώ και δεκαετίες.
Στο θέμα τώρα :
Όπως είχε γράψει Charlotte Higgins, αρχισυντάκτρια θεμάτων πολιτισμού στον Guardian “Δεν είναι αδύνατο, λοιπόν, οι trustees του Μουσείου να ξυπνήσουν ένα πρωί και να αποφασίσουν ότι τα γλυπτά του Παρθενώνα θα ωφελούσαν περισσότερο το κοινό εάν εκτίθεντο στο Μουσείο της Ακρόπολης.”
Στην πραγματικότητα, όμως, πιστεύω ότι αυτό θα ήταν απίθανο, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, να το κάνουν. Ένας λόγος είναι ότι οι διαχειριστές ιδρυμάτων όπως το Βρετανικό Μουσείο είναι, συλλογικά, συνταγματικά ακατάλληλοι για τη λήψη ριζοσπαστικών αποφάσεων, όσο ανεξάρτητοι και αν είναι ατομικά.
Ένα άλλο στοιχείο είναι ιδεολογικό: το μουσείο επιβεβαιώνει την κεντρική θέση της συλλογής των γλυπτών και υποστηρίζει ότι υπάρχει τεράστιο όφελος από την έκθεσή τους κοντά στην ασσυριακή και αιγυπτιακή τέχνη».