Η πράσινη μετάβαση αποτελεί μια από τις πιο κρίσιμες προκλήσεις της εποχής μας, καθώς επιδιώκει τη μείωση των εκπομπών και την υιοθέτηση βιώσιμων πρακτικών για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης. Παρά τα σημαντικά της οφέλη στο περιβάλλον, την οικονομία και την κοινωνία, συνοδεύεται και από ιδιαίτερα κόστη, τα οποία απαιτούν προσεκτική διαχείριση.
Ένα από τα μεγαλύτερα οφέλη της πράσινης μετάβασης είναι η μείωση των αερίων του θερμοκηπίου και των περιβαλλοντικών πιέσεων που επιβαρύνουν τα οικοσυστήματα μέσω της στροφής στην εξοικονόμηση ενέργειας, στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) και την απανθρακοποίηση ενεργοβόρων βιομηχανιών και τομέων (π.χ. μεταφορές). Οι επενδύσεις σε φιλικές προς το περιβάλλον τεχνολογίες, η αποκατάσταση των φυσικών οικοσυστημάτων και η προστασία της βιοποικιλότητας αποτελούν κεντρικούς στόχους της πράσινης στρατηγικής, ενώ η αποφυγή της ρύπανσης του εδάφους, της ατμόσφαιρας και των υδάτων από τα ορυκτά καύσιμα είναι αδιαμφισβήτητα βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση.
Η μείωση της ρύπανσης του αέρα και των υδάτων από τη χρήση καθαρότερων μορφών ενέργειας μειώνει τις ασθένειες που συνδέονται με την περιβαλλοντική μόλυνση, όπως το άσθμα, οι αναπνευστικές ασθένειες και οι καρδιαγγειακές παθήσεις, με συνέπεια πρωτίστως τη βελτίωση της δημόσιας υγείας, αλλά και τη μακροχρόνια μείωση των δαπανών υγείας των ασφαλιστικών συστημάτων.
Η παραγωγή από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι τοπική, σήμερα συγκριτικά φθηνότερη από την παραγωγή με ορυκτά καύσιμα, και γενικά ανεξάντλητη, κάτι που μειώνει τον κίνδυνο από διαταραχές στην παγκόσμια ενεργειακή αγορά, όπως οι γεωπολιτικές συγκρούσεις, οι ενεργειακές κρίσεις ή οι αυξήσεις στις τιμές των ορυκτών καυσίμων. Συνεπώς, εφόσον η Πολιτεία δημιουργήσει το κατάλληλο θεσμικό και οικονομικό πλαίσιο, με τον πολλαπλασιασμό παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ αυξάνεται η εθνική ενεργειακή ασφάλεια και μειώνεται μακροχρόνια το κόστος της ενέργειας σε μια εθνική οικονομία.
Ταυτόχρονα, δεν θα πρέπει να παραγνωρίζεται ότι οι ΑΠΕ (χερσαίες και υπεράκτιες) αποτελούν εγκαταστάσεις παραγωγής με συνοδά έργα (πχ ηλεκτρικά δίκτυα, δρόμους για την κατασκευή και συντήρησή τους), που προκαλούν περιορισμένη περιβαλλοντική όχληση (προφανώς βέβαια μικρότερη σε σχέση με τα ορυκτά καύσιμα). Για αυτό η βιώσιμη ανάπτυξή τους απαιτεί μακροχρόνιο σχεδιασμό από την Πολιτεία, που θα εξασφαλίζει την αειφορία, την εφαρμογή των αρχών της κυκλικής οικονομίας και τη συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών.
Η στροφή προς την εξοικονόμηση και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, όπως η αιολική και η ηλιακή ενέργεια, δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας σε τομείς όπως η πράσινη τεχνολογία, η ανακαίνιση των κτιρίων, η κατασκευή και η συντήρηση ενεργειακών συστημάτων, και οι καινοτομίες στον τομέα της ενέργειας. Αυτές οι θέσεις εργασίας συμβάλλουν στην ανάπτυξη των τοπικών οικονομιών και στη δημιουργία νέων επαγγελματικών ευκαιριών, ενώ ενισχύουν την παγκόσμια ανταγωνιστικότητα των χωρών που επενδύουν στην καθαρή ενέργεια. Σύμφωνα με έκθεση του Διεθνούς Οργανισμού Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (Μάρτιος 2022[1]), υπολογίζεται πως οι πολιτικές προς την κλιματική ουδετερότητα θα δημιουργήσουν περίπου 85 εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας που σχετίζονται με την ενεργειακή μετάβαση (26,5 εκατομμύρια θέσεις εργασίας στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και 58,3 εκατομμύρια επιπλέον θέσεις εργασίας σε ενεργειακή απόδοση, δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας και υδρογόνο).
Καθώς η κλιματική αλλαγή απειλεί την αγροτική παραγωγή, η υιοθέτηση πράσινων πρακτικών, όπως η βιώσιμη γεωργία και η χρήση καθαρής ενέργειας, μπορεί να βελτιώσει τη διαχείριση των πόρων (νερό, έδαφος) και να ενισχύσει την ποσότητα και την ποιότητα της παραγωγής. Επιπλέον, η τεχνολογία μπορεί να βοηθήσει στη μείωση της σπατάλης και στη βελτίωση της αποδοτικότητας. Ταυτόχρονα, και εφόσον η Πολιτεία δημιουργήσει το απαραίτητο ρυθμιστικό και χρηματοδοτικό πλαίσιο και αναπτύξει τα αναγκαία δίκτυα ηλεκτρισμού, μέσω της αυτοπαραγωγής και αυτοκατανάλωσης και των ενεργειακών κοινοτήτων, η ενεργειακή μετάβαση μπορεί να μειώσει σημαντικά το κόστος αγροτικής παραγωγής.
Η πράσινη μετάβαση προωθεί την ανάπτυξη πράσινων, «έξυπνων» πόλεων με καλύτερη διαχείριση των πόρων, όπως τα «έξυπνα» δίκτυα ηλεκτρικής ενέργειας και οι «έξυπνες» μεταφορές, δημιουργώντας δυνατότητες για βιώσιμη αστική ανάπτυξη και καλύτερη ποιότητα ζωής, μειώνοντας τα επίπεδα ρύπανσης και κυκλοφοριακής συμφόρησης και αύξησης των ελεύθερων πράσινων χώρων.
Σημαντικό ρόλο στην πράσινη μετάβαση παίζει και η κυκλική οικονομία, η οποία συνδυάζεται άριστα με τις περιβαλλοντικές πολιτικές. Ο περιβαλλοντικά φιλικός σχεδιασμός των προϊόντων και η προώθηση της επαναχρησιμοποίησης και της ανακύκλωσης υλικών βοηθά όχι μόνο στη μείωση της εξάρτησης από τους φυσικούς πόρους, αλλά και στη μείωση των εκπομπών και των αποβλήτων.
Παρά τα σημαντικά οφέλη που προσφέρει η πράσινη μετάβαση όμως, δεν πρέπει να παραβλέπουμε τις προκλήσεις που τη συνοδεύουν. Η μετάβαση αυτή απαιτεί τεράστιες επενδύσεις, συντονισμένες πολιτικές και σημαντικές αλλαγές στις βιομηχανίες και στις υποδομές. Η υλοποίηση αυτών των αλλαγών, όμως, δεν είναι χωρίς κόστη και δυσκολίες, καθώς ορισμένοι τομείς και κοινότητες αντιμετωπίζουν πιέσεις και προβλήματα προσαρμογής.
Καταρχάς, η πράσινη μετάβαση απαιτεί μεγάλες αρχικές επενδύσεις και διάθεση κεφαλαίων. Για την υλοποίηση της πράσινης μετάβασης, χρειάζεται αναβάθμιση ή αντικατάσταση παλιών ενεργειακών δικτύων, βιομηχανικών μονάδων, κτιρίων και οχημάτων, κάτι που συνεπάγεται υψηλές δαπάνες. Ειδικά για τις χώρες με υποδομές που βασίζονται έντονα στα ορυκτά καύσιμα, η μετάβαση μπορεί να είναι πολύ πιο δαπανηρή και χρονοβόρα. Ταυτόχρονα, ενώ οι επενδύσεις σε ΑΠΕ και στα απαραίτητα ηλεκτρικά δίκτυα (αιολική ενέργεια, φωτοβολταϊκά) μπορεί να αποφέρουν οφέλη μακροπρόθεσμα, οι βραχυπρόθεσμες δαπάνες είναι υψηλές και απαιτούν δημόσια ή ιδιωτική χρηματοδότηση. Στο πλαίσιο αυτό, η Ευρώπη έχει χάσει παραγωγικές δυνατότητες σε τομείς όπως τα φωτοβολταϊκά, όπως επισημάνθηκε στην πρόσφατη έκθεση του Μάριο Ντράγκι, με το κόστος κατασκευής ηλιακών φωτοβολταϊκών στην Κίνα να είναι περίπου 35%-65% χαμηλότερο από ό,τι στην Ευρώπη.
Η υλοποίηση της υποδομής για την προώθηση της κλιματικής ουδετερότητας και των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την πρόσβαση και αξιοποίηση των λεγόμενων κρίσιμων πρώτων υλών (Critical Raw Materials), δηλαδή ορυκτών και μετάλλων. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό στην παραγωγή μπαταριών αποθήκευσης, οι οποίες είναι αναπόσπαστο κομμάτι τόσο της ηλεκτροκίνησης όσο και της λειτουργίας ανεμογεννητριών και φωτοβολταϊκών συστημάτων — δύο πυλώνων της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας. Η αυξανόμενη εξάρτηση στα ορυκτά και μέταλλα δημιουργεί αβεβαιότητα, καθώς οι πόροι αυτοί είναι περιορισμένοι και ευάλωτοι σε γεωπολιτικές προκλήσεις, ενώ η παραγωγή τους εκτός ΕΕ πολλές φορές συνεπάγεται εξορυκτικές και μεταποιητικές δραστηριότητες με πολλαπλάσιες εκπομπές αερίων και χαμηλότερους όρους περιβαλλοντικής προστασίας σε σχέση με αντίστοιχες δραστηριότητες εντός ΕΕ. Πράγματι, η Κίνα έχει καταστεί σχεδόν αποκλειστικός μονοπωλιακός παράγοντας στην εφοδιαστική αλυσίδα των απαραίτητων βιομηχανικών εξαρτημάτων για τις υποδομές των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, ιδιαίτερα στην παραγωγή μπαταριών λιθίου. Γι’ αυτό τον λόγο, στον Ευρωπαϊκό χώρο χρειάζεται η προσέλκυση επενδύσεων για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, αυξάνοντας την παραγωγή κρίσιμων και στρατηγικών ορυκτών με την προσφορά ισχυρών θεσμικών κινήτρων και μείωση του ενεργειακού και κανονιστικού κόστους.
Επιπλέον, οι βιομηχανίες και οι Περιφέρειες της Ευρώπης που βασίζονται σε ορυκτά καύσιμα, όπως τα εργοστάσια καύσης άνθρακα και οι πετρελαϊκές εταιρείες, θα δουν σημαντικές μειώσεις στις θέσεις εργασίας – μάλιστα, σύμφωνα με την προαναφερθείσα έκθεση του Διεθνούς Οργανισμού Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, 12 εκατ. θέσεις εργασίας θα χαθούν σε στις βιομηχανίες ορυκτών καυσίμων και πυρηνικής ενέργειας. Γι’ αυτό τον σκοπό, η πράσινη μετάβαση δημιουργεί προκλήσεις για τις τοπικές κοινωνίες που εξαρτώνται από αυτές τις βιομηχανίες και επιτείνει την ανάγκη για τη «δίκαιη μετάβαση» των λιγνιτικών περιοχών με αναβάθμιση των δεξιοτήτων των εργαζομένων, επανεκπαίδευση και απορρόφησή τους από νέους παραγωγικούς τομείς.
Παρόλο που η πράσινη μετάβαση έχει κάνει σημαντική πρόοδο, εξακολουθούν να υπάρχουν τεχνολογικές προκλήσεις, όπως η αποθήκευση ενέργειας: οι τεχνολογίες αποθήκευσης, όπως οι μπαταρίες λιθίου και άλλες καινοτόμες μέθοδοι (π.χ. υδρογόνο), βρίσκονται ακόμα σε εξέλιξη και χρειάζονται ρυθμιστικές και τεχνικές βελτιώσεις για να μπορούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις μεγάλης κλίμακας. Ταυτόχρονα, η αιολική και η ηλιακή ενέργεια δεν παρέχουν συνεχή και σταθερή παραγωγή, γεγονός που οδηγεί σε προβλήματα εξισορρόπησης του δικτύου και αξιοπιστίας της παροχής ηλεκτρικής ενέργειας, τα οποία εφόσον η Πολιτεία δεν αντιμετωπίσει με την ανάπτυξη των δικτύων και των νέων τεχνολογιών αποθήκευσης, μπορούν να οδηγήσουν σε αύξηση του τελικού κόστους της ενέργειας (πχ χωρίς αποθήκευση και αναπτυγμένες διασυνδέσεις, απαιτείται η ύπαρξη Μονάδων σε εφεδρεία, ενώ όταν περιορίζεται η παραγωγή ΑΠΕ τείνουν να συμμετέχουν στο ενεργειακό μείγμα Μονάδες με υψηλό κόστος παραγωγής από ορυκτά καύσιμα).
Τέλος, η αρχική αύξηση των τιμών της ενέργειας ή των προϊόντων που σχετίζονται με τη μετάβαση από εξωγενείς παράγοντες όπως οι γεωπολιτικές κρίσεις ή ένας μελλοντικός εμπορικός «πόλεμος» (πχ ΗΠΑ-Κίνας), σε συνδυασμό με αναποτελεσματικότητες στο τρόπο λειτουργίας των αγορών ενέργειας, βλέπουμε πως επιβαρύνει τα νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα, εάν δεν υπάρξουν επαρκή μέτρα στήριξης. Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση για την κατάσταση της Ενεργειακής Ένωσης οι βιομηχανικές τιμές λιανικής ενέργειας στην ΕΕ εξακολουθούν να είναι 2 έως 3 φορές υψηλότερες από ό,τι στις ΗΠΑ (2021 έως 2023) και ο αριθμός των νοικοκυριών που δεν μπορούν να θερμάνουν επαρκώς τα σπίτια τους, λόγω υψηλών τιμών ενέργειας, συνέχισε να αυξάνεται. Πρέπει να μελετηθεί διεξοδικά ο τρόπος λειτουργίας της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας και να βρεθούν τρόποι να μεταφραστεί η φθηνότερη παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ, σε χαμηλότερες τιμές για τους τελικούς καταναλωτές.
Συνοπτικά, η πράσινη μετάβαση είναι αναγκαία για την εξασφάλιση ενός βιώσιμου μέλλοντος, αλλά απαιτεί προσεκτικό σχεδιασμό και υλοποίηση για να αποφευχθούν ανισότητες και κοινωνικές αναταράξεις. Τα οφέλη της υπερτερούν μακροπρόθεσμα, ωστόσο, η διαχείριση των προκλήσεων στην οικονομία, την κοινωνία, και τη γεωπολιτική αποτελεί κρίσιμο στοίχημα.
[1]IRENA, World Energy Transitions Outlook 2022, διαθέσιμο στον σύνδεσμο: https://www.irena.org/publications/2022/Mar/World-Energy-Transitions-Outlook-2022