Τα δημοσιεύματα του Τύπου στο Λονδίνο, η αφοπλιστική ανάλυση της διεθνούς φήμης συγγραφέως Βικτώρια Χίσλοπ για τα Γλυπτά του Παρθενώνα για τη σημασία τους για την παγκόσμια πολιτιστική και πνευματική κληρονομιά και την επί σειρά δεκαετιών συμπεριφορά του Ηνωμένου Βασίλειου και ειδικότερα η ερασιτεχνική πολιτικά στάση του Ρίσι Σούνακ απέναντι στον Κυριάκο Μητσοτάκη έχουν δημιουργήσει αίσθηση στη χώρα αυτή τις τελευταίες εβδομάδες.
«Μετά τις εκλογές στο Ηνωμένο Βασίλειο και την πιθανή αλλαγή σκυτάλης στην ηγεσία της χώρας μπορούμε να αλλάξουμε τον νόμο και τα Γλυπτά να επιστρέψουν στην Ελλάδα», λέει η Β. Χίσλοπ προβλέποντας εξελίξεις στο θέμα τα επόμενα χρόνια
«Η συμπεριφορά του Σούνακ ήταν όχι μόνο έκπληξη, αλλά ένα σοκ» σημείωσε, χαρακτηρίζοντάς την «δώρο για όλους εμάς που πιστεύουμε ότι πρέπει να γυρίσουν στην Αθήνα».
Την τελευταία εβδομάδα , πράγματι, το ζήτημα των Γλυπτών καταλάμβανε τις πρώτες σελίδες των βρετανικών εφημερίδων, ενώ η η Βικτώρια Χίσλοπ συμπλήρωσε πως «είχαμε την ευκαιρία να εξηγήσουμε τι έχει γίνει, τι έχει κάνει ο Έλγιν και το γεγονός πως ήταν κλεμμένα».
Η έντονη ανάδειξη του θέματος έχει ωθήσει πολλούς ανθρώπους στη Βρετανία , μεταξύ των οποίων και πολιτικούς να προβληματιστούν, να ψάξουν στοιχεία, να διαβάσουν και να ενημερωθούν καλύτερα.
Τα -λεγόμενα από τους Άγγλους- Ελγίνεια Μάρμαρα δημιουργήθηκαν μεταξύ 447 και 432 π.Χ. ως αρχιτεκτονικό αριστούργημα για τον Παρθενώνα, τον ναό της θεάς Αθηνάς, στην Ακρόπολη της Αθήνας.
Η συλλογή γλυπτών στο Βρετανικό Μουσείο αποτελείται από 15 μετόπες (γλυπτά ανάγλυφα πάνελ), 17 αετωματικές φιγούρες, συνολικά 247 πόδια από τα αρχικά 524 πόδια της ζωφόρου του Παρθενώνα που δείχνει μια πομπή που γίνεται στα γενέθλια της Αθηνάς.
Πώς κατέληξαν στην κατοχή των Βρετανών;
Στις αρχές του 19ου αιώνα, σε μια εποχή που η Ελλάδα βρισκόταν υπό Οθωμανική κατοχή ένας αριστοκράτης ονόματι Τόμας Μπρους – ευρύτερα γνωστός ως Λόρδος Έλγιν – ήταν ο Βρετανός πρεσβευτής στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο Έλγιν είχε προσπαθήσει να βελτιώσει το επίπεδο της καλλιτεχνικής εκτίμησης στη Μεγάλη Βρετανία τότε, και έτσι είχε ένα σχέδιο να δημιουργήσει σχέδια και γύψινα εκμαγεία από την αθηναϊκή αρχιτεκτονική με δικά του έξοδα, σύμφωνα με το βιβλίο του Βρετανού ιστορικού William St. Clair, «Lord Elgin and the Marbles».
Ο Έλγιν έλαβε τελικά άδεια από τις οθωμανικές αρχές για να το κάνει, καθώς και «πάρει κάθε κομμάτι πέτρας με παλιές επιγραφές ή γλυπτά πάνω τους». Η αφαίρεσή τους δεν περιποιεί τιμή στην ιστορία του Ηνωμένου Βασίλειου καθώς γινόταν πρόχειρα, γρήγορα και με τα υποτυπώδη μέσα που υπήρχαν τότε με αποτέλεσμα να γίνουν βανδαλισμοί, ενώ κατά την απόσπαση των μελών του ναού προκλήθηκαν σοβαρές ζημιές.
Παραμένει η συζήτηση για το εάν το έγγραφο υπάρχει ή όχι και αν είναι νομικά δεσμευτικό.
Από το 1801 έως το 1805, ο Έλγιν και η ομάδα των «καλλιτεχνών» του αφαίρεσαν περίπου τα μισά από τα εναπομείναντα γλυπτά στον Παρθενώνα – καθώς και άλλα αρχιτεκτονικά κομμάτια από όλη την Ακρόπολη. Χρειάστηκε μια σειρά αποστολών για να σταλούν όλα τα Μάρμαρα στην Αγγλία. Μια ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή του Ηνωμένου Βασιλείου το 1816 αποφάσισε ότι τα είχε αποκτήσει νόμιμα και η συλλογή πωλήθηκε στη βρετανική κυβέρνηση για περίπου 35.000 £.
Στη συνέχεια, τα γλυπτά μεταφέρθηκαν στο Βρετανικό Μουσείο με νόμο του Κοινοβουλίου αργότερα εκείνο το έτος.
Ενώ η Ελλάδα έχει απαιτήσει την επιστροφή των Μαρμάρων αμεσως μετά την ανεξαρτησία της χώρας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1832, τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες έχουν εκδηλωθεί μια σειρά από δημόσιες κινήσεις και διπλωματικές πρωτοβουλίες από την Αθήνα για να την επανένωσης τους στην Ακρόπολη.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, η Ελληνίδα υπουργός Πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη ξεκίνησε μια εκστρατεία ζητώντας την επιστροφή των Ελγίνειων Μαρμάρων στην Αθήνα. Το 1983, συναντήθηκε με τον τότε διευθυντή του Βρετανικού Μουσείου, Ντέιβιντ Γουίλσον, για να απαιτήσει την επιστροφή των γλυπτών. Εκείνο το έτος, πράγματι έγινε το πρώτο επίσημο αίτημα για αποκατάσταση στη βρετανική κυβέρνηση.
Το 2009, η Αθήνα άνοιξε το Μουσείο της Ακρόπολης, το οποίο μοντέρνοι φωτεινό με φόντο την απαστράπτουσα Ακρόπολη, ήρθε να διαλύσει τα επιχειρήματα των Βρετανών ότι η Ελλάδα δεν θα είχε πού να στεγάσει τα Μάρμαρα με ασφάλεια.
Οι συνομιλίες μεταξύ Ελλάδας και Βρετανικού Μουσείου συνεχίζονται από τον Νοέμβριο του 2021, σύμφωνα με τους New York Times, κυρίως μεταξύ του Κυρ. Μητσοτάκη και του πρώην υπουργού Οικονομικών του Ηνωμένου Βασιλείου Τζορτζ Όσμπορν, ο οποίος είναι τώρα πρόεδρος του Βρετανικού Μουσείου.