Για να περιορισθεί η υπερθέρμανση του πλανήτη σε 1,5°C πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα, οι παγκόσμιες εκπομπές άνθρακα θα πρέπει να μηδενιστούν μέχρι τα μέσα του αιώνα. Τυχόν αποτυχία στην επίτευξη του στόχου, μπορεί να οδηγήσει σε καταστροφικές συνέπειες το οικονομικό κόστος των οποίων εκτιμήθηκε, σύμφωνα με τη Σύμβαση-Πλαίσιο του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή, σε 54 τρισ. δολάρια έως το 2100.
Από την άλλη πλευρά, η πράσινη μετάβαση -ένας από τους πιο φιλόδοξους οικονομικούς και κοινωνικούς μετασχηματισμούς του 21ου αιώνα- απαιτεί τεράστιες επενδύσεις, κυρίως στην ενέργεια, τις μεταφορές και τις υποδομές, ενώ συνοδεύεται από μεγάλες προκλήσεις και αρκετές αβεβαιότητες. O Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (IEA) εκτιμά ότι έως το 2050 θα απαιτηθούν πάνω από 4 τρισ. δολάρια ετησίως σε επενδύσεις: 1,2 τρισ. για την παραγωγή ανανεώσιμης ενέργειας, 600 δισ. για αποθήκευση ενέργειας και εκσυγχρονισμό των δικτύων και 1 τρισ. για βελτιώσεις της ενεργειακής αποδοτικότητας, με τον Διεθνή Οργανισμό ΑΠΕ (IRENA) να υποστηρίζει ότι το κόστος της απραξίας υπερβαίνει κατά πολύ το κόστος της μετάβασης.
Είναι σαφές ότι το κόστος αυτό διαφέρει ανάλογα με το ενεργειακό μείγμα κάθε χώρας, την εξάρτησή της από τα ορυκτά καύσιμα και τη γενική οικονομική της κατάσταση. Με την Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, η ΕΕ έχει δεσμευτεί να επενδύσει 1 τρισ. ευρώ έως το 2030, ενώ η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων εκτιμά ότι χρειάζονται 350 δισ. ευρώ ετησίως έως το 2030. Σύμφωνα με έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας για την πράσινη μετάβαση, οι αναπτυσσόμενες χώρες αντιμετωπίζουν τις μεγαλύτερες προκλήσεις, με τις ανάγκες να υπολογίζονται σε 1 τρισ. δολάρια ετησίως. Στις ΗΠΑ, ο αντιπληθωριστικός νόμος προβλέπει επενδύσεις άνω των 369 δισ. δολαρίων, με στόχο τη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου έως και 40% έως το 2030. Τέλος, η Κίνα θα επενδύσει πάνω από 15 τρισ. δολάρια έως το 2060 και η Ινδία περίπου 2,5 τρισ. δολάρια έως το 2030.
Παρά το υψηλό αρχικό κόστος, η πράσινη μετάβαση έχει σαφή μακροπρόθεσμα οφέλη. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπογραμμίζει τις σημαντικές δυνατότητες ανάπτυξης σε τομείς όπως οι ΑΠΕ, τα ηλεκτρικά οχήματα και οι ενεργειακά αποδοτικές τεχνολογίες. Σύμφωνα με έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας, η συμβολή των τεχνολογιών αυτών στο παγκόσμιο ΑΕΠ έως το 2050 εκτιμάται σε 10 τρισ. δολάρια. Η εξέλιξη των τεχνολογιών αυτών θα παίξει κρίσιμο ρόλο στη μείωση του κόστους και στην επιτάχυνση της μετάβασης. Ο IRENA αναφέρει ότι το κόστος της ηλιακής ενέργειας μειώθηκε κατά 89% μεταξύ 2010 και 2021, ενώ το κόστος της αιολικής ενέργειας μειώθηκε κατά 60%. Αυτή η τάση αναμένεται να συνεχιστεί, καθιστώντας την ανανεώσιμη ενέργεια φθηνότερη από τα ορυκτά καύσιμα. Επίσης, ο IRENA προβλέπει ότι το πράσινο υδρογόνο μπορεί να γίνει ανταγωνιστικό έως το 2030, ανοίγοντας νέους δρόμους για την απεξάρτηση από τον άνθρακα βιομηχανιών που δύσκολα εξηλεκτρίζονται.
Η πρόσφατη έκθεση Draghi για το μέλλον της Ευρωπαϊκής ανταγωνιστικότητας αναφέρει ότι η μακροπρόθεσμη ανταγωνιστικότητα της Ευρώπης εξαρτάται από την ικανότητά της να ενισχύσει την παραγωγικότητα, να μειώσει το κόστος της ενέργειας και να ηγηθεί στις τεχνολογίες αιχμής. Η έκθεση προειδοποιεί για τον κίνδυνο απώλειας ανταγωνιστικότητας ακριβώς λόγω του υψηλότερου ενεργειακού κόστους συγκριτικά με τις ΗΠΑ αλλά και του ανταγωνισμού της Κίνας στον τομέα των καθαρών τεχνολογιών και αναλύει τον αντίκτυπο της πράσινης μετάβασης στην οικονομία, επισημαίνοντας την ανάγκη για σημαντικές επενδύσεις έως 5% του ΑΕΠ ετησίως, οι οποίες, αφενός θα δημιουργήσουν μεγάλες αναπτυξιακές ευκαιρίες και, αφετέρου, θα μειώσουν το ενεργειακό κόστος.
Επιπλέον, η πράσινη μετάβαση θα δημιουργήσει εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας, κυρίως στους τομείς των ΑΠΕ, της βιώσιμης γεωργίας και των πράσινων κατασκευών. Ο Διεθνής Οργανισμός Εργασίας εκτιμά ότι περισσότερες από 24 εκατομμύρια θέσεις εργασίας μπορούν να δημιουργηθούν παγκοσμίως έως το 2030. Τέλος, η πράσινη μετάβαση θα αποτρέψει εκατομμύρια θανάτους, λόγω μείωσης της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, μειώνοντας το κόστος υγειονομικής περίθαλψης. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, η ρύπανση από την καύση ορυκτών καυσίμων ευθύνεται για περισσότερους από 4,2 εκατομμύρια πρόωρους θανάτους ετησίως.
Η πράσινη μετάβαση, αν και επωφελής μακροπρόθεσμα, παρουσιάζει σημαντικές βραχυπρόθεσμες προκλήσεις και κινδύνους, όπως η χρηματοοικονομική αστάθεια, η κοινωνική αναστάτωση και οι γεωπολιτικές εντάσεις. Επιπλέον, καθώς προχωρά, μειώνεται και η αξία περιουσιακών στοιχείων όπως τα αποθέματα ορυκτών καυσίμων, οι μονάδες παραγωγής ενέργειας και οι βιομηχανικές εγκαταστάσεις. Η Πρωτοβουλία Παρακολούθησης του Άνθρακα –ένας οργανισμός ο οποίος αναλύει τον χρηματοοικονομικό αντίκτυπο της μετάβασης, εκτιμά ότι έως το 2035 θα αχρηστευθούν υποδομές ορυκτών καυσίμων αξίας έως και 1 τρισ. δολαρίων, με συνέπειες για τους επενδυτές, τις κυβερνήσεις και τις περιοχές που εξαρτώνται από τις βιομηχανίες ορυκτών καυσίμων. Η Διεθνής Συνομοσπονδία Εργατικών Συνδικάτων έχει επισημάνει τον κίνδυνο περιθωριοποίησης εκατομμυρίων εργαζομένων, εάν δεν υπάρξουν προγράμματα επανεκπαίδευσης. Περαιτέρω, καθώς μειώνεται η παγκόσμια ζήτηση, οι χώρες που εξάγουν ορυκτά καύσιμα θα αντιμετωπίσουν οικονομικές απώλειες και πολιτική αστάθεια, ενώ σύμφωνα με έκθεση του IEA, η πρόσβαση σε κρίσιμα μέταλλα -απαραίτητα για τις ανανεώσιμες τεχνολογίες, ενδέχεται να προκαλέσει γεωπολιτικές συγκρούσεις. Τέλος, καθώς τα ορυκτά καύσιμα εγκαταλείπονται και τα συστήματα ανανεώσιμης ενέργειας αναπτύσσονται δημιουργούνται βραχυπρόθεσμες πληθωριστικές πιέσεις που προκαλούν οικονομική αστάθεια.
Παρόλο που το κόστος της πράσινης μετάβασης είναι σημαντικό και οι προκλήσεις πολύπλευρες και πολύπλοκες, τα μακροπρόθεσμα οφέλη υπερτερούν κατά πολύ των κινδύνων. Οι κυβερνήσεις σε συνεργασία με τις επιχειρήσεις και τους πολίτες θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι η μετάβαση θα είναι δίκαιη, αποτελεσματική και έγκαιρη, αλλιώς, η αδράνεια θα οδηγήσει σε ακόμη υψηλότερο κόστος σε ανθρώπινο και σε οικονομικό κεφάλαιο.
Όσον αφορά στη χώρα μας, το αναθεωρημένο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα θέτει ως βασικό στόχο τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 58,6% έως το 2030, αναγνωρίζει την ανάγκη για τεχνολογική καινοτομία, ειδικά στην ανάπτυξη υπεράκτιων αιολικών πάρκων και στην αποθήκευση ενέργειας, ενώ τονίζει την ανάγκη να καλυφθεί το τεχνολογικό κενό της Ελλάδας. Στο πλαίσιο αυτό, προβλέπει συνολικές επενδύσεις άνω των 200 δισ. ευρώ μέχρι το 2030 σε τομείς όπως οι ΑΠΕ, με στόχο το 77% της ηλεκτροπαραγωγής να προέρχεται από ΑΠΕ μέχρι το 2030, τα συστήματα αποθήκευσης ενέργειας, και η ενεργειακή αποδοτικότητα. Παρά το υψηλό αυτό κόστος, το Σχέδιο εκτιμά ότι η μακροπρόθεσμη μείωση της εξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα και η εξοικονόμηση ενέργειας θα αποφέρουν σημαντικά οικονομικά οφέλη στη χώρα, όπως η μείωση του ενεργειακού κόστους και η αύξηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.