Βιώνουμε μία εποχή αβεβαιότητας, για την ακρίβεια πολλαπλών αβεβαιοτήτων.
Η κλιματική αλλαγή προκαλεί σημαντική αύξηση των φυσικών καταστροφών: To 2000 καταγράφηκαν 536 ακραία φαινόμενα (πλημμύρες, ξηρασίες, ακραίες θερμοκρασίες και θύελλες), το 2020 1452 [1] . Η ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού, που μετά το 1990 θεωρούνταν εν πολλοίς δεδομένη, διαταράχθηκε από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και τον πόλεμο που μαίνεται εδώ και δυόμιση χρόνια και τις πολεμικές συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή. Τέλος, ο πληθωρισμός και τα υψηλά επιτόκια που χαρακτηρίζουν την μετα-covid περίοδο καθιστούν δυσκολότερα υλοποιήσιμες τις μεγάλες επενδύσεις. Και οι επενδύσεις στον ενεργειακό τομέα είναι κατ’ εξοχήν επενδύσεις εντάσεως κεφαλαίου.
Μέσα σε αυτό το εξαιρετικά ρευστό σκηνικό η Ευρωπαϊκή Ένωση προσπαθεί να υλοποιήσει την πράσινη μετάβαση, με στόχο την κλιματική ουδετερότητα ως το 2050. Η επίτευξη της κλιματικής ουδετερότητας σημαίνει την μείωση κατά 95% των εκπομπών θερμοκηπιακών αερίων στα επόμενα 25 χρόνια. Καθώς το 73% των εκπομπών προέρχονται από τη χρήση ενέργειας, στα κτίρια, τις μεταφορές και τη βιομηχανία, για να μηδενιστούν οι εκπομπές πρέπει να υποκατασταθεί πρακτικά πλήρως η χρήση των ορυκτών καυσίμων από ανανεώσιμες πηγές και από την πυρηνική ενέργεια. Κατά συνέπεια θα απαιτηθεί η κατασκευή αιολικών και φωτοβολταϊκών πάρκων, μονάδων αξιοποίησης της βιομάζας για παραγωγή βιοαερίου, νέων υδροηλεκτρικών σταθμών και, σε αρκετές χώρες, και πυρηνικών σταθμών. Παράλληλα, θα πρέπει να προωθηθούν πολύ περισσότερο η γεωθερμία, τα ηλιακά θερμικά συστήματα και η χρήση βιομάζας, κυρίως για την παραγωγή θερμότητας στα κτίρια.
Λόγω της στοχαστικότητας των ανανεώσιμων πηγών, απαιτείται η κατασκευή σημαντικών μονάδων αποθήκευσης ενέργειας: συσσωρευτών, υδροηλεκτρικών έργων αντλησιοταμίευσης αλλά και μονάδων παραγωγής υδρογόνου, που αποτελεί ένα σημαντικό μέσο αποθήκευσης ενέργειας, ειδικά όταν υποκαθιστά αέρια και υγρά καύσιμα. Τέλος, τα δίκτυα μεταφοράς ενέργειας, που έχουν σχεδιαστεί για τις ανάγκες του παλιού μοντέλου ηλεκτροπαραγωγής, πρέπει να αναβαθμιστούν και επεκταθούν.
Όλα αυτά στην πράξη, και σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των περισσότερων ειδικών, συνεπάγονται την ανάγκη υλοποίησης επενδύσεων της τάξης των 28 έως 30 τρισεκατομμυρίων € ως το 2050 [2] ή αλλιώς, περίπου 900 δισεκατομμυρίων € ετησίως, από το 2022 ως το 2050.
Το μέγεθος είναι προφανώς δυσθεώρητο, ωστόσο σε μία πιο προσεκτική ανάγνωση δεν είναι ουτοπικό. Καταρχάς, ακόμη και αν δεν προχωρήσουμε στην πράσινη μετάβαση, θα απαιτηθούν επενδύσεις της τάξης των 23 τρις Ευρώ για την αντικατάσταση των υποδομών που γερνούν. Ένας συμβατικός σταθμός παραγωγής φυσικού αερίου που κατασκευάστηκε το 2010 (και άρα σήμερα είναι σχετικά σύγχρονος) θα χρειαστεί αντικατάσταση το 2035 που θα έχει φτάσει το όριο οικονομικής λειτουργίας του. Το πρόσθετο κόστος που προκύπτει από την επιλογή (ή καλύτερα την ανάγκη) δραστικής μείωσης της χρήσης ορυκτών καυσίμων εκτιμάται ότι είναι «μόνο» 5 από τα 28-30 τρις €.
Όπως, όμως, ανέφερε εμφατικά η έκθεση Stern[3] ήδη το 2006, το κόστος σταθεροποίησης του κλίματος είναι μεγάλο, αλλά διαχειρίσιμο (manageable). Αντιθέτως, το κόστος των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής είναι πολλαπλάσιο και μη διαχειρίσιμο, προκαλώντας σε μία μόνιμη και μη αντιστρεπτή απώλεια 1.1% του παγκόσμιου ΑΕΠ ετησίως ως το 2050. Με τα σημερινά δεδομένα, η έκθεση Stern θεωρείται ότι έχει υποτιμήσει τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής και κυρίως την ταχύτητα με την οποία αυτές επέρχονται.
Κατά συνέπεια κάθε καλόπιστος παρατηρητής που ενδιαφέρεται για το άμεσο μέλλον της ανθρωπότητας θα αναγνωρίσει ότι η πράσινη μετάβαση είναι όχι μόνο αναγκαία, αλλά και σκόπιμη.
Τα ερωτήματα που ανακύπτουν, και είναι βασανιστικά, είναι δύο:
Α) Τι θα κάνουν οι μεγαλύτεροι ρυπαντές του πλανήτη; Oι ΗΠΑ, η Κίνα και η Ινδία ευθύνονται για το 50% των παγκόσμιων εκπομπών. Η Ευρωπαϊκή Ένωση για το 6.7%. Ακόμη και αν συνυπολογιστούν οι έμμεσες εκπομπές, δηλαδή αυτές που προκύπτουν για την παραγωγή προϊόντων πχ στην Κίνα, που καταναλώνονται στην Ευρώπη, δεν υπερβαίνει το 10% [4]. Αν δεν ακολουθήσουν οι μεγάλοι ρυπαντές, το όφελος για το κλίμα από την ευρωπαϊκή πρωτοπορία θα είναι περιορισμένο. Και οι πολιτικές εξελίξεις στις τρεις μεγάλες αυτές χώρες δεν είναι ενθαρρυντικές.
Β) Πώς θα κατανεμηθεί το κόστος της πράσινης μετάβασης στην Ευρώπη; Σε προηγούμενες δεκαετίες, πριν την απελευθέρωση των αγορών ενέργειας, το κόστος επενδύσεων το κατέβαλλαν οι μεγάλες εταιρείες ηλεκτροπαραγωγής και διαχείρισης ενέργειας γενικότερα και το ανακτούσαν στη συνέχεια, σε μεγάλος βάθος χρόνου, από τους καταναλωτές με μία «λελογισμένη» επιβάρυνση. Σήμερα, με τη λειτουργία της ενιαίας, απελευθερωμένης αγοράς ενέργειας να διέπεται από το ρυθμιστικό πλαίσιο του Target Model (μοντέλο στόχου), ο χρόνος ανάκτησης των επενδυθέντων κεφαλαίων είναι μικρότερος και κατά συνέπεια η άμεση επιβάρυνση των καταναλωτών μεγαλύτερη. Το σχέδιο για την πράσινη μετάβαση προβλέπει ενισχύσεις από τον προϋπολογισμό της Ε.Ε. για την υλοποίηση επενδύσεων, όπως είναι οι τεχνολογίες αποθήκευσης και τα δίκτυα μεταφορά ενέργειας. Ωστόσο, οι ενισχύσεις αυτές είναι κλάσμα μόνο του απαιτούμενου κεφαλαίου: Για το διάστημα 2021-2027 ανέρχεται στα 1,8 τρις Ευρώ, έναντι των απαιτούμενων 5,6 τρις. Με όλες τις αβεβαιότητες που διέπουν την οικονομική πραγματικότητα, φαντάζει δύσκολο να καλυφθεί η διαφορά με μικρό για τον καταναλωτή κόστος. Και βέβαια, καλό είναι να σκεφτούμε, ότι ως καταναλωτές νοούνται και οι παραγωγικές βιομηχανίες, για τις οποίες ένα ανταγωνιστικό κόστος είναι προϋπόθεση επιβίωσης.
Συμπερασματικά: Η πράσινη μετάβαση είναι αναγκαία, αλλά συνεπάγεται σημαντικό οικονομικό κόστος. Ανάμεσα στα πολλά και σημαντικά που επισήμανε η έκθεση Ντράγκι, αναφέρεται ότι η ενεργειακή κρίση της Ευρώπης δημιούργησε μία σύγκρουση μεταξύ της ενεργειακής ασφάλειας και των φιλοδοξιών της για το κλίμα, που βρίσκονται στο επίκεντρο της παγκόσμιας διπλωματίας της. Στην ίδια έκθεση επισημαίνεται ο κίνδυνος απώλειας της κοινωνικής συνοχής, με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για το ευρωπαϊκό μοντέλο ζωής, το οποίο, παρά τα προβλήματά του, εξακολουθεί να αποτελεί σημείο αναφοράς. Απαιτούνται γενναίες αποφάσεις, όπως αυτές που διατυπώνει η έκθεση Ντράγκι. Η αντιμετώπιση των προκλήσεων των επόμενων δεκαετιών δεν μπορεί να γίνει με τα εργαλεία που χρησιμοποιήσαμε στις προηγούμενες.
[1] The International Disasters Database, EM-DAT; 1013
[2] McKinsey, 2022; Bloomberg NEF 2023
[3] The Economics of Climate Change: The Stern Review, 2007
[4] JRC/IEA Report GHG emissions of all world countries, 2023