Μια νέα διεθνής ερευνητική αποστολή έθεσε στο επίκεντρο τη Σαντορίνη και το υποθαλάσσιο ηφαιστειακό της σύστημα, με στόχο την καλύτερη κατανόηση της ηφαιστειακής και σεισμικής δραστηριότητας και τη μετάδοση κρίσιμων δεδομένων σε σχεδόν πραγματικό χρόνο. Η ωκεανογραφική αποστολή Μ215 πραγματοποιείται με επικεφαλής το ερευνητικό κέντρο GEOMAR Helmholtz Centre for Ocean Research Kiel, σε συνεργασία με το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ). Το ερευνητικό σκάφος απέπλευσε από την Κρήτη και ήδη επιχειρεί στην ευρύτερη θαλάσσια περιοχή της Σαντορίνης.
Σε μικρή απόσταση από το νησί, περίπου επτά χιλιόμετρα βορειοανατολικά, βρίσκεται το ενεργό υποθαλάσσιο ηφαίστειο Κολούμπο, μέρος ενός εκτεταμένου ηφαιστειακού πεδίου που περιλαμβάνει περισσότερα από 20 υποθαλάσσια ηφαίστεια και θεωρείται από τα πλέον ενεργά της Μεσογείου. Βασικός άξονας της αποστολής είναι η δοκιμή και η αναβάθμιση συστημάτων παρακολούθησης, τα οποία μελλοντικά θα μπορούσαν να ενισχύσουν σημαντικά τους μηχανισμούς έγκαιρης προειδοποίησης για σεισμικά και ηφαιστειακά φαινόμενα στην περιοχή. Η σημασία της έρευνας υπογραμμίζεται από τα πρόσφατα γεγονότα, όταν η Σαντορίνη βρέθηκε σε καθεστώς αυξημένης επιφυλακής, καθώς μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα καταγράφηκαν δεκάδες χιλιάδες σεισμικές δονήσεις. Λίγο πριν από αυτή τη σεισμική έξαρση, ερευνητές του GEOMAR και του ΕΚΠΑ είχαν ήδη μελετήσει γεωλογικές διεργασίες που συνδέονται με κατολισθήσεις, ηφαιστειακή δραστηριότητα και ενδεχόμενα τσουνάμι, στο πλαίσιο του έργου MULTI-MAREX.
Η ανάλυση των δεδομένων από το GEOMAR και το γερμανικό κέντρο γεωεπιστημών GFZ Helmholtz-Zentrum für Geoforschung έδειξε ότι το σεισμικό σμήνος σχετιζόταν με μετακίνηση μάγματος σε μεγάλο βάθος. Η αποστολή Μ215 φιλοδοξεί να εμβαθύνει στην κατανόηση της συμπεριφοράς των ηφαιστειακών συστημάτων και των πιθανών σεναρίων εξέλιξής τους.
Κατά τη διάρκεια της αποστολής, οι επιστήμονες θα εγκαταστήσουν και θα ανασύρουν υποθαλάσσιους σταθμούς μέτρησης, ενώ θα πραγματοποιηθούν εκτεταμένες γεωφυσικές έρευνες. Ιδιαίτερης σημασίας είναι η ανάκτηση σεισμογράφων που είχαν τοποθετηθεί στον βυθό γύρω από το ηφαίστειο Κολούμπο και παρέμειναν εκεί για περίπου έναν χρόνο, καταγράφοντας τη δραστηριότητα πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τη σεισμική κρίση. Τα δεδομένα αυτά αναμένεται να προσφέρουν πολύτιμες πληροφορίες για τις δυναμικές μεταβολές στο υποθαλάσσιο ηφαιστειακό σύστημα και τη σχέση μεταξύ μαγματικών διεργασιών και ενεργού τεκτονικής.
Η καθηγήτρια Γεωλογίας του ΕΚΠΑ, Παρασκευή Νομικού, επισημαίνει ότι η συνεχής παρακολούθηση της περιοχής έχει άμεσο κοινωνικό αντίκτυπο, καθώς συμβάλλει στην έγκυρη ενημέρωση των τοπικών κοινωνιών και στη μείωση της παραπληροφόρησης και του αδικαιολόγητου πανικού. Όπως τονίζει, η θαλάσσια έρευνα βασίζεται σε διεθνείς συνεργασίες και επιστημονική διαφάνεια. Στο πλαίσιο της αποστολής δοκιμάζεται ένα νέο, ολοκληρωμένο σύστημα παρακολούθησης, το οποίο έρχεται να συμπληρώσει τα υφιστάμενα δίκτυα σεισμογράφων και GPS στην ξηρά. Το σύστημα αυτό επιτρέπει τη σχεδόν άμεση μετάδοση δεδομένων από τον θαλάσσιο πυθμένα. Παράλληλα, αξιοποιούνται αυτόνομα υποβρύχια οχήματα για τη λεπτομερή χαρτογράφηση περιοχών με εκπομπές αερίων, ενώ εξειδικευμένος εξοπλισμός υψηλής ανάλυσης χρησιμοποιείται για την απεικόνιση του υδροθερμικού πεδίου του Κολούμπου. Οι έρευνες αυτές συμβάλλουν στην κατανόηση τόσο της εξάπλωσης βακτηριακών κοινοτήτων όσο και των μεταβολών στη μορφολογία του βυθού μετά από έντονη σεισμική δραστηριότητα.
Στην αποστολή επαναχρησιμοποιείται και το σύστημα βιντεοχαρτογράφησης ΜΟΜΟ, το οποίο επιτρέπει την αποτύπωση του θαλάσσιου πυθμένα με ακρίβεια χιλιοστού. Ταυτόχρονα, οι ερευνητές αξιολογούν τη σταθερότητα των ηφαιστειακών πλαγιών στην περιοχή Σαντορίνης–Κολούμπου, εξετάζοντας πώς αυτές αντιδρούν σε τεκτονικές διεργασίες. Η αποστολή Μ215 φιλοδοξεί να αποτελέσει ακόμη ένα βήμα προς μια πιο ολοκληρωμένη, αξιόπιστη και έγκαιρη παρακολούθηση ενός από τα πιο ενεργά και πολύπλοκα ηφαιστειακά συστήματα της Ευρώπης.

