Γράφει ο Μίλτος Ασλάνογλου
Η ενεργειακή κρίση στον Ευρωπαϊκό χώρο ξεκίνησε το καλοκαίρι του 2021, υπό τον φόβο ανισορροπιών στην αγορά φυσικού αερίου, και κορυφώθηκε την περίοδο μετά την εισβολή στην Ουκρανία, με τις τιμές του αερίου το καλοκαίρι του 2022 να φτάνουν σε εξωπραγματικά επίπεδα. Οι υψηλές τιμές στο αέριο συμπαρέσυραν και τις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας σε ιστορικά μέγιστα επίπεδα, μιας που σημαντικό μέρος της ηλεκτρικής ενέργειας παράγεται με τη χρήση φυσικού αερίου, όπως συμβαίνει και στην χώρα μας.
Οι πολύ υψηλές τιμές ενεργοποίησαν τις κυβερνήσεις, εφαρμόζοντας επιδοτικά μέτρα για τον περιορισμό των επιπτώσεων του υψηλού αγοραίου κόστους της ηλεκτρικής ενέργειες.
Η ενεργειακή κρίση σε συνδυασμό με τις ανισόρροπες οικονομικές συνθήκες σε παγκόσμιο επίπεδο δημιούργησε πληθωριστικές τάσεις κυρίως λόγω μειωμένης προσφοράς και διαθεσιμότητας προϊόντων, δημιούργησαν ένα εφιαλτικό οικονομικό περιβάλλον, ιδίως σε περιοχές και χώρες, όπως η Ευρώπη και η Ελλάδα, που στηρίζονται ιδίως στο εμπόριο.
Μόνιμη επωδός σχετικά με την ακρίβεια είναι ότι αυτή πυροδοτείται από την ακριβή ενέργεια. Και όμως τον τελευταίο δίμηνο το κόστος ενέργειας, τουλάχιστον το τμήμα που αφορά την παραγωγή και προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας κινείται στα επίπεδα προ της κρίσης, και όχι μακριά από τα επίπεδα της δεκαετίας 2010-2020.
Είναι τελικά ακριβή η ηλεκτρική ενέργεια; Μήπως αυτή η αντίληψη σχετίζεται με το γεγονός ότι λόγω πληθωρισμού, έχει μειωθεί το διαθέσιμο εισόδημα; Για ποιόν λόγο η κοινή γνώμη θεωρεί ότι το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας είναι αυτό που καθοδηγεί την ακρίβεια;
Υπάρχουν πράγματι αντικειμενικοί λόγοι για τη διαμόρφωση αυτής της πεποίθησης των καταναλωτών. Στην Ελλάδα ένας βασικός λόγος είναι ότι ο λογαριασμός ρεύματος είναι φορτωμένος με διάφορους φόρους. Στο λογαριασμό ό ρεύματος πληρώνονται τα δημοτικά τέλη, ο Φόρος Ακίνητη Περιουσίας και τα τέλη της ΕΡΤ. Οι φόροι αυτοί προφανώς είναι εντελώς άσχετοι με την ηλεκτρική ενέργεια, ο καταναλωτής οφείλει να τους πληρώσει ανεξαρτήτως της κατανάλωσης ή μη ηλεκτρικής ενέργειας. Πέραν των φόρων αυτών, εφαρμόζονται επίσης ρυθμιζόμενες χρεώσεις που αφορούν τους σταθμούς ΑΠΕ και την παροχή Υπηρεσιών Κοινής Ωφέλειας.
Ο λογαριασμός ΑΠΕ αφορά τις αποζημιώσεις που λαμβάνουν οι ιστορικές υποδομές ΑΠΕ, που αναπτύχθηκαν υπό καθεστώς επιδοτήσεων και ο λογαριασμός ΥΚΩ, που αφορά την κοινωνική πολιτική της πολιτείας, και προφανώς δεν συνδέονται απευθείας με την κατανάλωση κάθε χρήστη, δημιουργώντας αίσθηση φορολογικής επιβάρυνσης.
Τέλος, εφαρμόζονται και οι ρυθμιζόμενες από την πολιτεία χρεώσεις για τη χρήση του συστήματος μεταφοράς και διανομής που αφορά την χρήση των δικτύων για την μεταφορά της ηλεκτρικής ενέργειας από το σημείο παραγωγής στο σημείο κατανάλωσης.
Πράγματι ο συνδυασμός όλων των επιμέρους χρεώσεων που μερικές μόνο από αυτές αφορούν απευθείας την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας, δημιουργούν την αίσθηση της ακρίβειας.
Ιδίως μετά την περίοδο της κρίσης, οι συνθήκες υπερύθμισης που έχουν παρατηρηθεί στον τομέα προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, έχουν αυξήσει το ρίσκο και έχουν περιορίσει τις δυνατότητες ανταγωνισμού μεταξύ των προμηθευτών, που θα μπορούσε να έχει καλύτερα αποτελέσματα, ιδίως σε συνθήκες μειωμένων τιμών σε διεθνές επίπεδο.
Όμως πέραν των πραγματικών συνθηκών και της επιβάρυνσης των λογαριασμών ρεύματος με φορολογικού τύπου χρεώσεις, θα μπορούσε ο λογαριασμός ρεύματος να μειωθεί;
Ο σκοπός του ενεργειακού μετασχηματισμού και της απανθρακοποίησης αυτό έχει ως στόχο. Η χρήση ανανεώσιμών πηγών, με μηδενικό λειτουργικό κόστος και επενδυτικό κόστος που βαίνει μειούμενο, ο περαιτέρω εξηλεκτρισμός της οικονομίας και η οικονομικά αποτελεσματικότερη χρηστών υφιστάμενων και μελλοντικών υποδομών, θα έχει ως αποτέλεσμα την μείωση του κόστους ανά μονάδα ηλεκτρικής ενέργειας, εάν και η συνολική χρήση ηλεκτρισμού θα αυξηθεί.
Το έχουμε πετύχει αυτό;
Δυστυχώς μοιάζει σε ευρωπαϊκό επίπεδο να μην έχουμε καταφέρει να συγχρονίσουμε τις ενέργειες που απαιτούνται για την αποτελεσματικότερη χρήση των υποδομών, σήμερα καλούμαστε να πληρώσουμε το κόστος της ανάπτυξης της πλευράς της παραγωγής, τόσο με το κόστος των νέων επενδύσεων ΑΠΕ αλλά και των συνοδών έργων που πρέπει να γινούν σε επίπεδο συστήματος μεταφοράς και δικτύου διανομής, ενώ δεν έχουμε επιταχύνει τον εκσυγχρονισμό και διεύρυνση της πλευράς της ζήτησης και της κατανάλωσης.
Δεν έχουμε καταφέρει να μεταφέρουμε τα οφέλη από τον μετασχηματισμό των ηλεκτρικών συστημάτων στο τελικό καταναλωτή, το οποίο μπορεί να επιτευχθεί με τον εκσυγχρονισμού του σχεδιασμού των αγορών και της περαιτέρω ψηφιοποιήσης των συστημάτων, ενδυναμώνοντας τους καταναλωτές, αυξάνοντας τις εναλλακτικές δυνατότητες για την ικανοποίηση των ενεργειακών τους αναγκών.