Η αξιολόγηση της ωφέλειας για την οικονομία, τους εργαζόμενους και τις επιχειρήσεις από την αύξηση του κατώτατου μισθού θυμίζει τη γνωστή ερώτηση για θέματα που διχάζουν: Βλέπεις το ποτήρι μισοάδειο ή μισογεμάτο;
Κατ αρχήν οτιδήποτε ανεβάζει την αγοραστική δύναμη τμήματος του πληθυσμού και τονώνει την κατανάλωση θεωρείται θετική εξέλιξη.
Εξάλλου ό,τι μειώνει την ανισοκατανομή του εισοδήματος και τις κοινωνικές ανισότητες έχει στο βαθος , πέρα από το ηθικό σκέλος και αναπτυξιακό χαρακτήρα.
Τα 830 ευρώ (μικτά) λοιπόν του κατώτατου μισθού είναι μεν αύξηση της τάξης του 28% από τον κατώτατο μισθό των 650 ευρώ, του 2019 αλλά ας μην ξεχνάμε ότι στην τράπεζα μπαίνει ο νέος καθαρός μισθός που διαμορφώνεται στα 706 ευρώ και έτσι μετριάζει ,όσο νά ναι, την ευφορία. Η αύξηση του κατώτατου μισθού πάντως συμπαρασύρει προς τα πάνω το επίδομα ανεργίας.
Είναι ήλιου φαεινότερον ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού ήταν μια κίνηση που κυρίως ήλθε ως απάντηση από την ανησυχητική και υψηλού πολιτικού κόστους για την κυβέρνηση, συνέχιση και ανθεκτικότητα του κύματος ακρίβειας.
Οι συνεχείς αυξήσεις στις τιμές (και η κλασική εικόνα της δυσφορίας του κόσμου στα σούπερ μάρκετ) έφεραν ερμηνείες από τους αρμόδιους υπουργούς πως οφείλονται από τη μια στον εισαγόμενο πληθωρισμό και από την άλλη σε «στρεβλώσεις» και «παθογένειες» της αγοράς.
Η κοινή γνώμη όμως όταν τα ακούει αυτά, συνήθως σκέφτεται πως το φαινόμενο οφείλεται στην ασύδοτη δραστηριότητα κερδοσκόπων και όπως αντιλαμβάνεται κανείς. την ευθύνη δεν την ρίχνει στην αντιπολίτευση.
Αξίζει να θυμηθούμε πως ο κατώτατος μισθός από το 2019 μέχρι σήμερα έχει αυξηθεί κατά 28%, την ίδια στιγμή που η αντίστοιχη αύξηση του πληθωρισμού είναι της τάξης του 16,5%.
Με την νέα αύξηση, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 11η θέση ανάμεσα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τον κατώτατο καθαρό μισθό. υπολογιζόμενος σε δωδεκάμηνη βάση, που είναι 968 ευρώ.
Το πρόβλημα είναι πως στην αγορά εργασίας δεν υπάρχουν μόνο «κατώτατοι μισθοί» αλλά και μεσαίοι και ανώτεροι.
Ο μέσος μισθός, σύμφωνα με τα στοιχεία από την ΕΡΓΑΝΗ για το 2023, ανέρχεται στα 1.250 ευρώ, ενώ το αντίστοιχο καθαρό πόσο φτάνει να 984 ευρώ και βέβαια δεν κατατάσσε5αι μεταξ6 των υψηλότερων στην Ευρώπη (είμαστε στην 36η θέση ανάμεσα στις 38 χώρες του ΟΟΣΑ).
Οι αριθμοί δείχνουν ότι η χώρα μας πρέπει να διανύσει ακόμα πολύ δρόμο στην παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα αν θέλει να φύγει από τις χαμηλότερες θέσεις της ΕΕ.
Η συζήτηση αυτή είναι δύσκολη με πολλές παραμέτρους και αγγίζει χρόνια προβλήματα του εργασιακού τοπίου και του ασφαλιστικού συστήματος.
Ένα μόνο ανάγλυφο παράδειγμα είναι το γεγονός ότι πολλοί οικονομικοί αναλυτές ανασύρουν μια παλιά πρόταση του Στέφανου Μάνου (από το 2016), για την εφαρμογή της κρατικής σύνταξης των 700€ για όποιον συμπληρώσει το 67ο έτος, που θα βαρύνει αποκλειστικά τον κρατικό προϋπολογισμό και δεν θα προϋποθέτει εισφορές, ενώ όποιος επιθυμεί καλύτερη σύνταξη θα μπορεί να επιλέξει Ιδιωτικά συνταξιοδοτικά προγράμματαή επαγγελματικά ταμεία ασφάλισης.