Εδώ και δυο δεκαετίες τουλάχιστον έχουμε εισάγει τον όρο “μετάβαση» στις συζητήσεις και αναλύσεις μας . Στο κέντρο των πολιτικών αποφάσεων μπαίνει όλο και περισσότερο και ο όρος «πράσινη». Ωστόσο, ούτε η Επιστήμη ούτε η Πολιτική έχει ορίσει ακριβώς τι είναι «πράσινο» και τι «μετάβαση» αφήνοντας μεγάλο περιθώριο ερμηνειών των όρων αυτών. Με άλλα λόγια, ενέργειες για τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής δεν είναι κατ’ ανάγκη πράσινες ούτε η υιοθέτηση νέων πρακτικών στον αναπτυξιακό σχεδιασμό συνιστά «μετάβαση».
Η πλέον σημαντική απόφαση για την Ευρώπη που έχει σχέση με την πράσινη μετάβαση είναι αυτή που προτάθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή πριν από 5 χρόνια, υποστηρίχθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και τελικά υιοθετήθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο με την ονομασία Πράσινη Συμφωνία (Green Deal). Η Πράσινη αυτή Συμφωνία περιέχει πρωτοβουλίες με συγκεκριμένες προτάσεις στο πλαίσιο μιας στρατηγικής που θα οδηγήσει στην επίτευξη στόχων που έχουν ήδη τεθεί. Είναι δηλαδή η Πράσινη Μετάβαση.
Η Μετάβαση σαν τέτοια είναι εξ ορισμού δυναμική. Εξελίσσεται και θα πρέπει να παρακολουθούμε στενά την εξέλιξη στο χρόνο και στα δεδομένα της για να μπορούμε να διορθώνουμε την πορεία μας προς το στόχο.
Βασική προϋπόθεση για την επιτυχία της είναι να υπάρχει μια όσο το δυνατό ευρύτερη συναίνεση από όλους, κυβερνήσεις και κοινωνία αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο μεταξύ όχι μόνο των μεγάλων παικτών αλλά και πλουσίων και φτωχότερων.
Αν, λοιπόν, θεωρήσουμε την Πράσινη Συμφωνία σαν το μέσο για την Πράσινη Μετάβαση τουλάχιστον στην Ευρωπαϊκή Ένωση, θα πρέπει να μπορούμε να την αξιολογούμε καθημερινά και να είμαστε έτοιμοι να την προσαρμόσουμε κατάλληλα για να πετύχουμε τους στόχους που συμφωνήσαμε.
Η πράσινη Συμφωνία υιοθετήθηκε εδώ και 5 χρόνια. Εκπονήθηκε και έθεσε τους στόχους με όρους και στοιχεία του 2019. Έκτοτε, όμως, ζήσαμε πολύ σημαντικά γεγονότα που επηρέασαν όχι μόνο την ευρωπαϊκή αλλά και την παγκόσμια οικονομία και κοινωνία: μια πανδημία που διήρκεσε συνολικά δυο χρόνια και που άλλαξε άρδην πολλά στην οργάνωση των κοινωνιών, σημαντικές οικονομικές αναταράξεις τη στιγμή που εκκινούσε η παγκόσμια οικονομία μετά την πανδημία και ένας πόλεμος στην πόρτα της Ευρώπης που ανέδειξε το πόσο εύθραυστη είναι η σταθερότητα της οικονομίας όταν υπάρχει σημαντική εξάρτηση τόσο στον πρωτογενή τομέα αλλά και ενεργειακή.
Αν στα προηγούμενα προστεθεί και η αλλαγή των κλιματικών δεδομένων με τη διαφαινόμενη επιτάχυνση της κλιματικής αλλαγής και την άμεση ανάγκη πλέον μετριασμού της σε συνδυασμό με το δεδομένο ότι η επίτευξη συμφωνιών μεταξύ 27 Κρατών-μελών με διαφορές δομές, κλίμα, οικονομίες και προτεραιότητες, δεν είναι και το ευκολότερο πράγμα. Ας μη ξεχνάμε ότι ακόμα κι αυτό το ίδιο πολιτικό σκηνικό έχει αλλάξει σημαντικά στην ΕΕ με την παρουσία στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή όλο και περισσότερων ευρωσκεπτικιστικών δυνάμεων που ζητούν όλες αυτές οι αποφάσεις να λαμβάνονται σε εθνικό επίπεδο δηλαδή θέλουν όλο και λιγότερη Ευρώπη. Μ ’αυτά τα δεδομένα η επίτευξη συμφωνίας γίνεται όλο και πιο δύσκολο και πολύπλοκο εγχείρημα.
Η μετάβαση σε μια πιο «πράσινη» κοινωνία και οικονομία είμαι πλέον νομοτελειακή. Ακόμα κι οι πιο σκληροί επικριτές της αντιλαμβάνονται ότι αν δεν μετριαστεί η κλιματική αλλαγή και δεν βρούμε λύσεις για μια πιο αειφόρο διαχείριση των φυσικών πόρων και όχι μόνο, το κόστος για τη διαχείριση των συνεπειών θα είναι δυσανάλογα μεγάλο σε σχέση με τις σημερινές προσπάθειες.
Η μετάβαση αυτή, όμως, έχει και τα καλά της. Πέρα από τις ευεργετικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και την αειφορικότερη διαχείρισή του, μας υποχρεώνει να αναπτύξουμε νέες τεχνολογίες προς την κατεύθυνση αυτή ενώ νέοι κλάδοι της οικονομίας αναδεικνύονται και αναπτύσσονται. Δίνεται έτσι η ευκαιρία στους νέους μας να αναδείξουν τις δεξιότητές τους και να προσφέρουν νέες θέσεις εργασίας καλύτερα αμειβόμενες. Μια τέτοια ανάπτυξη επιβάλλει περισσότερη τεχνολογική γνώση, κι η γνώση αυτή δημιουργεί με τη σειρά της ανάπτυξη. Αν συνυπολογίσουμε ότι ήδη η σημερινή τεχνολογία επιτρέπει την απρόσκοπτη επικοινωνία με κάθε γωνιά της Ευρώπης, με κατάλληλες πολιτικές μπορούμε να αναπτύξουμε την οικονομία και έξω από τις ήδη κορεσμένες περιοχές.
Θέλει όμως προσοχή. Τα βήματα θα πρέπει να είναι μετρημένα. Θα πρέπει να αναλύονται οι επιπτώσεις και να χρησιμοποιούνται όλα τα επιστημονικά εργαλεία σχεδιασμού με τρόπο νηφάλιο και με διάλογο. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα βεβιασμένου σχεδιασμού είναι αυτό που αφορά στον πρωτογενή τομέα. Η ιδεοληπτική εμμονή ότι για τα περισσότερα δεινά στο περιβάλλον φταίει η γεωργική δραστηριότητα παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι ο τομέας έχει ήδη αναλάβει πολλές δεσμεύσεις σε συνδυασμό με την γενικότερη οικονομική κρίση αλλά και την εν πολλοίς επισιτιστική εξ αιτίας του πολέμου της Ουκρανίας, υποχρεώνει τους Ευρωπαϊκούς Θεσμούς και τις Κυβερνήσεις να αναθεωρήσουν τις επιλογές τους με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την αξιοπιστία τους.
Η πράσινη μετάβαση θα πρέπει να γίνει με διάχυση της γνώσης και πολύ διάλογο. Αν, στο όνομα του επείγοντος της κατάστασης, η μετάβαση μετατραπεί σε υπόθεση ολίγων και δεν την αγκαλιάσει η κοινωνία, το παιχνίδι θα χαθεί με ολέθρια αποτελέσματα ως προς την αξιοπιστία όλων των κυβερνώντων. Αν η γνώση μείνει κτήμα μόνο λίγων ισχυρών, ο κίνδυνος είναι πάλι μεγάλος.
Τέλος, δεν θα πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι όταν μιλάμε για περιβάλλον και κλίμα, μιλάμε για έννοιες που δεν έχουν γεωγραφικά σύνορα και άρα δεν περιορίζονται. Είναι σημαντικό, το πιο εύρωστο οικονομικά μέρος του πλανήτη, να μεριμνήσει για το φτωχότερο το οποίο και υφίσταται τις επιπτώσεις της κακής διαχείρισης του περιβάλλοντος χωρίς ούτε να έχει συμβάλλει τόσο ούτε να έχει επωφεληθεί οικονομικά. Η πίτα λοιπόν της μετάβασης θα πρέπει να μοιραστεί δικαιότερα τόσο μέσα όσο και έξω από τα σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης μιας κι αυτό είναι σήμερα το σπίτι μας.