Σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία, υπάρχουν πολλοί λόγοι για να αμφιβάλλει κανείς για το εάν τα πιθανά κέρδη της τεχνητής νοημοσύνης θα φτάσουν στους πολλούς.
Η τεχνητή νοημοσύνη έχει μπει δυναμικά στη ζωή μας, αλλά οι επιστήμονες αναρωτιούνται αν τελικά θα ωφελήσει τις τσέπες λίγων, όπως το άροτρο του Μεσαίωνα που δεν έσωσε τους Ευρωπαίους αγρότες από τη φτώχεια. Ο Simon Johnson, καθηγητής οικονομικών στο MIT, δήλωσε στο Reuters: «Βρισκόμαστε σε ένα σταυροδρόμι που δεν γνωρίζουμε οι μεγάλες δυνατότητες της τεχνητής νοημοσύνης προς ποια κατεύθυνση θα κινηθούν».
Οι υποστηρικτές της νέας τεχνολογίας υπόσχονται ένα άλμα στην παραγωγικότητα που θα προσφέρει πλούτο και θα βελτιώσει το βιοτικό επίπεδο. Η εταιρεία συμβούλων McKinsey εκτίμησε τον Ιούνιο ότι η τεχνητή νοημοσύνη θα μπορούσε να συνεισφέρει 14-22 τρισεκατομμύρια δολάρια ετησίως στην παγκόσμια οικονομία, ποσό κοντά στο μέγεθος της τρέχουσας οικονομίας των ΗΠΑ. Η τεχνητή νοημοσύνη και τα ρομπότ είναι πιθανό να απαλλάξουν την ανθρωπότητα από τις επαγγελματικές ευθύνες και να προσφέρουν περισσότερο χρόνο για διασκέδαση και δημιουργικές αναζητήσεις. Αυτό όμως δεν μειώνει την ανησυχία για τον αντίκτυπο στην αγορά εργασίας, όπως για παράδειγμα οι ηθοποιοί του Χόλιγουντ που έκαναν απεργία φοβούμενοι ότι θα αντικατασταθούν από ψηφιακούς χαρακτήρες.
Σε ένα βιβλίο που δημοσίευσε ο Simon Johnson με τον οικονομολόγο του MIT Daron Acemoglou, εξετάζει τα άλματα στην τεχνολογία τα τελευταία 1.000 χρόνια – από το άροτρο έως τα αυτόματα ταμεία στο σούπερ μάρκετ – και πώς έχουν διαμορφώσει τις οικονομικές σχέσεις κάθε εποχής όσον αφορά τη δημιουργία θέσεων εργασίας, την εργασία και τη δίκαιη κατανομή του πλούτου.Για παράδειγμα, η μηχανική ανέμη έπαιξε βασικό ρόλο στην αυτοματοποίηση της κλωστοϋφαντουργίας τον 18ο αιώνα, αλλά οδήγησε σε επιδείνωση των συνθηκών και αύξηση των ωρών εργασίας . Μια παρόμοια, ελαφρώς πιο περίπλοκη εικόνα ισχύει για τις συνέπειες της εμφάνισης του Διαδικτύου. Αφενός, ο Παγκόσμιος Ιστός έχει δημιουργήσει πολλές νέες θέσεις εργασίας , αφετέρου μεγάλο μέρος του πλούτου που προέκυψε κατέληξε στα χέρια μερικών δισεκατομμυριούχων ,οι οποίοι δεν βλέπουν τους εργαζόμενους ως συντελεστές παραγωγής με πολύτιμες δεξιότητες αλλά ως υποψήφιους για αντικατάσταση από πιο αποτελεσματικές διαδικασίες παραγωγής.
Ο Stefano Scarpetta, διευθυντής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων στον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), επεσήμανε ότι η επένδυση στην τεχνητή νοημοσύνη «απαιτεί τη σωστή υποδομή και τεράστια υπολογιστική ισχύ» και πρέπει να τεθεί ο πήχης για την προσέλκυση τέτοιων επενδύσεων πολύ υψηλά. Αυτό δημιουργεί τον κίνδυνο ενός άνισου αγώνα καθώς οι κυβερνήσεις θα ανταγωνίζονται για επενδύσεις σε τεχνητή νοημοσύνη με ολοένα και πιο χαλαρό νομοθετικό πλαίσιο. Τα κίνητρα για να δελεάσουν αυτές τις επενδύσεις μπορεί να είναι τόσο υψηλά ώστε να αφήσουν πίσω πολλές φτωχότερες χώρες που δεν θα έχουν τα χρήματα να συμμετέχουν σε αυτό το «παιχνίδι».Βλέπουμε λοιπόν οτι σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία, υπάρχουν πολλοί λόγοι για να αμφιβάλλει κανείς για το εάν τα πιθανά κέρδη της τεχνητής νοημοσύνης θα φτάσουν στους πολλούς.
Όπως αποδεικνύεται, η καινοτομία είναι το εύκολο κομμάτι. Η πρόκληση είναι να εξασφαλιστούν οφέλη για όλους, στόχος που εξαρτάται από την πολιτική.Ο οικονομολόγος του MIT Simon Johnson υποστηρίζει ότι η ταχεία δημοκρατική μεταρρύθμιση της Βρετανίας τον 19ο αιώνα σε συνδυασμό με την αφιξη των σιδηροδρόμων διευκόλυνε να μοιραστούν τα οφέλη στην κοινωνία, είτε μειώνοντας τους χρόνους μετακίνησης είτε φέρνοντας γρήγορα φρέσκα τρόφιμα είτε με τα πρώτα ταξίδια αναψυχής.
Γενικά η εδραίωση της δημοκρατίας βοήθησε να μοιραστούν ευρέως τα οφέλη και άλλων τεχνολογικών προόδων του 20ού αιώνα. Όμως ο Τζόνσον πιστεύει ότι αυτό έχει αρχίσει να αλλάζει τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες αφού με την τεχνολογική εξέλιξη τα προϊόντα δεν έγιναν φθηνότερα, δεν δημιουργήθηκαν νέες θέσεις εργασίας και οι καταναλωτές δεν είδαν σημαντικά οφέλη στη ζωή τους. Οι μόνοι κερδισμένοι είναι οι εργοδότες από τη μείωση του εργατικού κόστους.
Επιπλέον τα συνδικάτα βλέπουν την τεχνητή νοημοσύνη ως πιθανή απειλή για τα εργασιακά δικαιώματα, καθώς οι μηχανές ενδέχεται στο μέλλον να αναλάβουν τις αποφάσεις πρόσληψης ή απόλυσης.Σε μια εποχή που τα εργατικά συνδικάτα έχουν χάσει μεγάλο μέρος της επιρροής που είχαν πριν από τη δεκαετία του 1980 θα πρέπει κανονικά να έχουν το καταστατικό δικαίωμα να εκφράζουν τις απόψεις τους.Η Mary Towers, υπεύθυνη για τα εργασιακά δικαιώματα στη Βρετανία, υπογραμμίζει την ανάγκη να διατηρηθούν τα συνδικάτα «να έχουν θεσμοθετημένα δικαιώματα διαβούλευσης και την ικανότητα να διαπραγματεύονται συλλογικά γύρω από την τεχνολογία στην εργασία».Αυτός είναι ένας από τους παράγοντες που θα καθορίσουν πώς η τεχνητή νοημοσύνη θα επηρεάσει τη ζωή μας.
Μια έρευνα του ΟΟΣΑ σε 5.300 εργαζόμενους έδειξε ότι η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να αυξήσει τους μισθούς των εργαζομένων και την ικανοποίηση από την εργασία. Ωστόσο ο Stefano Scarpetta, προειδοποίησε ότι η χρήση της τεχνητής νοημοσύνης συνοδεύεται από σοβαρές ηθικές προκλήσεις σχετικά με την προστασία των δεδομένων και την ιδιωτικότητα, τη διαφάνεια και την επεξήγηση, την προκατάληψη και τις διακρίσεις, την αυτόματη λήψη αποφάσεων και τη λογοδοσία.
Καταλήγοντας το μεγάλο ερώτημα είναι: Η τεχνητή νοημοσύνη θα επιδεινώσει τις υπάρχουσες ανισότητες ή θα μας βοηθήσει να προχωρήσουμε σε μια πιο βιώσιμη ανάπτυξη;
Η Βίκυ Σχοινά είναι Διδάκτωρ Κτηνίατρος